Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 27 Μαΐου 2025


Η οδός έφθανε μέχρι του ανοίγματος της πετρώδους φάραγγος του Μάνα, και μέχρι του σημείου εκείνου περιωρίζετο επί του παρόντος ο καθημερινός του Κυρίου Πλατέα περίπατος. Την άσκησιν ταύτην επέβαλλον εις τον καθηγητήν λόγοι υγιεινής. Αληθώς η εξωτερική του μορφή δεν εμαρτύρει την ανάγκην πολλής προσοχής περί τα της διαίτης.

Κι' ο Γερακαλαμένιος μας αράδιεζε κομμάτια από τα πολλά του Σκεντέρμπεη. Μας έλεγε: — Πριν γεννηθή ο Σκεντέρμπεης, μωρέ παιδιά, η μάνα του, βασίλισσα της Αρβανιτιάς, ωνειρεύτηκε πως θα ν' αποχτούσε θεριό ανήμερο κι ανυπόταχτο. Και σα γεννήθηκε, από τα μικρά χρόνια παιγνίδια του ήτανε τ' άρματα.

Σου ορκίζομαι όμως στην ψυχή της μάνας μου πως εγώ την σεβάστηκα πάντα τη Νοέμι, σαν να ήταν κάτι το ιερό…. Και όμως, ναι, σου το λέω, επειδή ξέρω πως μπορώ να σου το πω, μόνο μια φορά, όταν εκείνη λιγοθύμησε κι εγώ έκλαψα επάνω από τα μάτια της, ναι, μπορώ να σου το πω, όπως θα μπορούσα να το πω και στη μάνα μου, με την ίδια αθωότητα , ναι, κοιταχτήκαμε… μέσα από τα δάκρυα, και ίσως τότε… ίσως τότε… Δεν ξέρω, να, δεν σου λέω άλλα.

Δε σούπανε να μη μου μιλής; Αντί ναπαντήσω στην ερώτησή της, τη ρώτησα κεγώ: — Μα εμαλώσετε, λέει, με τη μάνα μου; — Ποιος σου τώπε; — Ο κιρατζής ο Δρακογιώργης, ο γείτονάς σας. — Εγώ, γυιέ μου, δεν εμάλωσα με κιανένα, είπε με πίκρα το Βαγγελιό. Εμένα με μαλώσανε, γιατί, λέει, σε βγάνω απού το νου σου. Κιαφού σώπασε λίγο: — Μα μπορεί, είπε, νάχουνε και δίκιο. Ίσως η γιαγάπη μου να σου κάνη κακό.

Εις εικόνας, εις σκηνάς και εις οράματα, της είχεν επανέλθει εις τον νουν όλος ο βίος της, ο ανωφελής και μάταιος και βαρύς. Ο πατήρ της ήτον οικονόμος και εργατικός και φρόνιμος. Η μάνα της ήτο κακή, βλάσφημος και φθονερά. Ήτο μία από τας στρίγλας της εποχής της. Ήξευρε μάγια.

Μα την ψυχήν μου, όσω ζω δεν θέλω να σε 'ξεύρω, κι' ούτε το 'μάτι σου θα ιδή ποτέ κληρονομιάν μου. Ιδέ και συλλογίσου το. Το είπα. Δεν ξελέγω! ΙΟΥΛΙΕΤΑ Ω! υψηλά ‘ς τους ουρανούς δεν κάθεται ευσπλαγχνία να ελεήση απ' εκεί της λύπης μου το βάθος; Μη μ' αρνηθής, μάνα γλυκειά. Ανάβαλε τον γάμον Δι’ ένα μήνα μοναχά, ή μίαν εβδομάδα.

Πώς να σου δόσω φίλημα 'ςτά μαύρα μου τα μάτια Πουάλλον μ' έχει η μάνα μου από μικρή ταμμένη;

« Μ' εφύλαγαντο κάστρο τους » Τα Γιάννινα, τα μαύρα, » Κ' εγώ 'σάν τίγρις έτρωγα » Τα τέκνα, τα παιδιά της. » Ακόμα σκούζ' η Αρβανιτιά » Την τόση την ερμιά της. » Όπου το χέρι άπλωνα, » Άναφτε φλόγα, λαύρα.» « Απέθανα. Τρων ήσυχα » Τα Γιάννινα το δείπνο. » Η μάνα χαίρει το παιδί, » Γιατί δε θα το χάση. » Μες 'ςτο κρεββάτι σφίγγονται » Τα νιόνυφα.

Καλλίτερα 'πό σένα κιαπού τη μάνα του 'χει τη Βαγγελιά. Δε ζηλεύγεις; — Γιάιντα να ζηλέψω; Εγώ 'μ' αδερφή του. Εσείς πρέπει να ζηλεύγετε, που απ' όλες σας εδιάλεξε το Βαγγελιό. — Μα θαρρείς πως δε ζηλεύγομε; είπε άλλο κορίτσι με ειρωνία. Τέτοιο ντελικανή ποια δε θα τον ήθελε; Μα σα δε μάςε μπεγιεντίζει, να σκάσωμε μαθές; . Μόνο μικιός που μάςε πέφτει μια ολιά. Τώρα, βλέπετε, ήμουν μικρός.

Φώναξε πάλι σ' ολίγο ο Φώτος. — Σκότωσες το Μπεϊλούλαγα! Είπε ο Λάμπρος, πηδώντας από τον τόπο του, σαν τώρα να το πρωτάκουσε, σα να μη το 'χε ακούσει από την πόρτα ακόμα. Η μάνα δεν εμίλησε μηδέ τώρα, κατέβασε μοναχά τα φρύδια. Ο Λάμπρος κράταε ακόμα το ρώτημά του. — Σκότωσες το Μπεϊλούλαγα! Και πώς έκαμες, μπρε παιδί μου;

Λέξη Της Ημέρας

δέτη

Άλλοι Ψάχνουν