Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 27 Ιουνίου 2025


Αν δεν την πάρω μάνα μου, γλήγορα θα με κλάψης ................................................. — Για σου χαρά σου. Γεώργενα. — Καλώς την την Γιαννούλα. — Γιώργενα, την Αναστασιά, την ακριβή σου κόρη, 'Στόν ζηλεμμένον Μήτρο μου δε μου την δίνεις νύφη; — Από μικρή, Γιαννούλα μου. την έχω αλλού ταμμένη. — Ο γυιός μου την αγάπησε.

Αλλ' όμως παρετήρει ότι ο φίλος του, αντί να τον βλέπη ομιλούντα, είχε τα βλέμματα διαρκώς εστραμμένα προς τον δρόμον, συχνάκις δε κλίνων το σώμα έκυπτε διά να ίδη έτι μακρύτερα την από το Μάνα κάμπτουσαν οδόν.

« Ακόμα δε μ' εγνώρισες; — » Με ερωτάδε μ' είδες; » » — Διστάζω ακόμα, μάνα μου, » Να σου το 'πώ, διστάζω, » Γιατ' άλλη, άλλη σ' ήξερα, » Και άλλη σε κυττάζω· » Της γνωριμιάς σου, μάνα μου, » Μ' έφυγαν αι ελπίδες. — »

Εφαίνετ' όλη η φύσις Λουλούδι χωρίς μυρωδιά, κόρη γλυκειά, πανώρηα Όπου εγεννήθηκε βουβή κι' όπου την παραστέκει Η μαυρισμέν' η μάνα της να ιδή μην ξεχαράξη Μαζύ μ' ένα χαμόγελο ’ς τα χείλη κ' η λαλιά της. Αστράφτουνε, λαμποβολούν τριγύρω ’ς τη Δαμάστα Άλλοι στρωμένοι κατά γης, άλλοι το διπλοπόδι, Περήφανοι, σιωπηλοί, τρακόσιοι αντρειωμένοι.

Εδώ κάνω κατάγραμμο της δυστυχισμένης φαμίλιας μας που καταγώμαστε σκλιτάδα και σκλιτάδα από τη Ρούμελη και ήρθαμε σε τούτο το νησί της Ζακύνθου από κατατρεμμό και όχι από άλλο. Ο πατέρας μας, που ν' αγιάσουν τα κόκκαλά του, ελέγονταν Γιάννης και ήτον από την χώραν Αγιθυμιά, και η μάνα μας, που ο θεός να τη σχωράη, Σαλονίτισα, και ελέγονταν Βιολέτα. Γεννηθήκαμε τέσσαρα αδέρφια.

« — Εμένα τότε, μάνα μου, Μ' αφίνεις; — » « — Ω παιδί μου Αν θες να ιδής τα Τάρταρα, Αν να ιδής γυρεύεις, Τον Άδη, τον Παράδεισο, 'Κεί κάτω να κατέβης, Τρέξε κοντά μου, τέκνο μου, Έλα, έλα μαζή μου — »

Ο πατέρας σου έρριχνε το κεφάλι κάτω και δεν έβγαζε μιλιά. Ήρθε κ' εγάτιασε από το κακό του. Ούτε τραγούδι πλέον ούτε γέλοιο. Σκέψι μόνον και θυμό. Πρώτη φορά ο Ραφαλιάς άκουε στ' όνομά του τέτοια γλώσσα. — Τ' έχεις μωρέ αδερφέ κ' έγινες έτσι; τον ερωτά μια Κυριακή που έσμιξαν ο δικός μου Μπα κ' έμαθες κακό χαμπέρι από το σπίτι; Μην πέθανε η μάνα μας; μην αρρώστησε η Χρυσούλα;

Και από 'να μονοπάτι, Που γνωρίζει αυτή μονάτη, Τα μεσάνυχτα απογάλι Στα λιβάδια φτάνουν πάλι. Τ' αλογόπλο εκεί κοντά του Να ιδή ανεπάντεχά του Λίγο χόρτο, δεν κρατιέται, 'Σ ταύτο απάνω ευτύς πετιέται· Ω, τι σπάνια, λέει, γλυκάδα, Χλωρασιά και τρυφεράδα, Πώχει τούτη για η χλόη ! Και με όρεξι την τρώει· Μάνα, ας πάψομε οχ τον κόπο Να γυρεύομε άλλο τόπο· Καταφύγι δεν μπορούμε Ωραιότερο να βρούμε.

Κι' αυτή, η γουρουνοποδαρούσα η μάνα του, αυτή η πρωτάρα, η στερεμμένη, αυτή η λεχώνα η λοχεμμένη!... Ειμπορείς, μαμμή, να την καρυδοπνίξης, κειδά που θα ψοφολογήση, στο κρεββάτι της, να στραμπουλήξης με τη χεράρα σου και της κλήρας το λαιμό, να πούμε πως εγεννήθηκε πεθαμμένο το παιδί, και πως η μάνα ετελείωσε, καθώς κάθισε στα σκαμνιά, ειμπορείς;

Τα φιλιά της ήσαν λιγώτερα, αλλά και διαρκέστερα κιόλα στο στόμα. Μου φάνηκαν ότι κέκαιγαν κ' αισθάνθηκα ότι τα μάγουλά μου άναψαν. Το Βαγγελιό γύρισε κείπε στη μητέρα μου γελαστή: — Εδά που μάκρυνε και μπορώ να τονε φτάνω, δίχως να σκύφτω, δεν κάνει μπλειο να τονε φιλιώ. Η μάνα μου δεν είπε τίποτε, ούτε και γέλασε.

Λέξη Της Ημέρας

συνέπειαι

Άλλοι Ψάχνουν