United States or Georgia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τους κύτταζε και ποτέ δεν τον χόρταινεν η θέα τους. Πάντοτε κάτι νέο είχανε να του πούνε. Τώρα παρατηρούσε ότι αισθάνονταν την ευτυχία του νερού περισσότερο από τα καράβια, και στο πλέψιμό τους υπήρχε περισσότερη φυσικότητα από κείνα. Ακόμα έβλεπε τον ηδονισμό τους. Ερωμένη τους η θάλασσα που την απολαβαίνανε λίγη- λίγη, όπως γεύεται κανένας ρουφηξές-ρουφηξές το καλό κρασί.

Βγήκανε και σεργιάνισαν στα δάση που κελαηδούν τα ωραιότερα πουλιά του κόσμου... Οι δάσκαλοι ακολουθούσαν από κοντά κ' εξηγούσαν τα μυστήρια της φύσεως. Μα το βασιλόπουλο τα κύτταζε όλα με αδιαφορία, άκουε τα λόγια των δασκάλων ξένοιαστα κ' έπειτα μισοάνοιγε τα χλωμά του χείλια και χαμογελούσε. Πήγαν έπειτα στις μεγάλες πολιτείες. Πήγαν στα πανηγύρια, στα θέατρα, στους χορούς.

Η γιαγιά μας κύτταζε με τα μάτια ανοικτά, χωρίς να μας μιλή. Η ματιά της όμως ήτανε παράξενη και μας έκανε φόβο. Ά! χωρίς άλλο, κάτι θάπαθε το βασιλόπουλο και δεν ήθελε η γιαγιά να μας το πη... — Πες το, γιαγιά, πες μας το. Πέθανε το βασιλόπουλο; Η γιαγιά δεν μιλούσε. Η γιαγιά δεν εμίλησε καθόλου εκείνη τη βραδειά. Ήτανε βαριά άρρωστη. Ήλθαν και την πήραν στο κρεββάτι της.

Αναβάνοντας όλα αυτά η καημένη η Κώσταινα στο νου της, κύτταζε την Παναγιά στα μάτια, κι' έχοντας τα δικά της τα μάτια γεμάτα δάκρυ και κάνοντας το σταυρό της έλεγε: — Παναγίτσα μ', κάνε το θάμα σ'!

Είχα κ' εγώ την ίδιαν ιδέα με τον αστυνόμο. Γυρεύεις; Σα σαλέψη το μυαλό του ανθρώπου και φονιάς γίνεται και κλέφτης κι' ό,τι βάλης με το νου σου. Ωστόσο δεν μπορούσα να ξεχωρίσω τίποτε παράξενο απάνω του. Ούτε σε λόγια, ούτε σε κουνήματα. Ο άνθρωπος ήτανε στα συγκαλά του. Με κύτταζε μόνο στα μάτια, σαν να ήθελε εκείνος τώρα να μου βγάλη κάποιο μυστικό.

Και καθώς ο Ρένας τον κύτταζε χωρίς να μιλήσει, πρόσθεσε με γλήγορη χειρονομία: — Ίσα, ίσα και χτύπησεν η σάλπιγγα.. Θα μείνετε έξω, κύριε Ρένα. Τον έστειλε στο διάβολο. Οι ναύτες είχανε μπει σε δυο γραμμές. Ήτανε γελαστοί, καθαροί και ώμορφοι. Στο Ρένα φάνηκε πως όλο το καράβι θάβγαινεν έξω. Αλλά τότε ποιοι θα μένανε μέσα; Πραγματικά δεν μείναν άλλοι από τους τιμωρημένους...

Ο ήλιος το περνάει με της αχτίνες του, οι άνεμοι δε μπορούν να το σκίσουν. Θα πάω τη Βασίλισσα σ' ένα δωμάτιο όλο κρύσταλλο, στολισμένο με ρόδα, ολόλαμπρο κάθε πρωί σαν το φωτίζη ο ήλιος». Ο Βασιληάς και οι βαρώνοι του είπαν μεταξύ τους: «Να ένας τρελλός, που ξέρει και μιλάει με τέχνη». Είχε καθήσει σ' ένα χαλί και κύτταζε τρυφερά την Ιζόλδη.

Είχα δα, η κατακαημένη, και τη μεγάλη μου κόρη Ευτυχίτσα, που την έχασα πρόπερσυ, μακάρι να της έμοιαζε ! Αχ! φώναξε η Λιόλια, και τόχα τάξει να το βγάλω Βεργινία !-μα τώρα πάει πια-τώρα ξέρω πως δε θα ζήση- . . και το πήρε στα χέρια της να το φιλήση κ' εκείνην τη στιγμή το παιδί άνοιξε τα κερένια του ματόφυλλα και φάνηκαν τα ματάκια του αναποδογυρισμένα σα να κύτταζε τη μητέρα του με τασπράδι, όπως έκανε η Βεργινία. . . . . το ξέρω 'γώ!

Εκείνος όμως την κύτταζε με τα μάτια του τα γαλαζοπράσινα με τα μακριά ματόκλαδα καρφωμένα πάνω της-την κύτταζε ακόμα κι όταν δεν της μίλαγε. . . Τι νέος που ήτον ο άντρας της και τι όμορφος !-όλο αυτό συλλογιζόταν η άμοιρη.

Γύριζε και κύτταζε απάνω στον τοίχο, ψηλά-ψηλά, κοντά στο ταβάνι, κρεμασμένα κάτι κάδρα της Βενετιάς, που τα είχε φέρει στα νηάτα του ο γέρος από τα ταξίδια του. — Είνε ωραία η Βενετιά, πατέρα; — Ωραία λέει; Ήτανε εκείνα τα χρόνια. Για κύττα το λεοντάρι του Σαν-Μάρκου! Πόσες φορές πέρασα από κάτω! Ωραία λέει; Ε! κ' εμείς είμαστε ωραίοι τότε.