Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 22 Μαΐου 2025
Το πλοίο της Εννάτης θυμήσου όταν άραξε στο άστρο των Ιδεών — τον Πλάτωνα θυμήσου, ορθό, σε λειβάδι άσπρο απ' ανθούς, καθώς κύτταζε μακρυά της Ιδέες να λούζωνται στη θάλασσα του γαλάζιου! Ευλογημένος αυτός που μας πήρε στο πλοίο των ήχων, αυτός που μας πήγε στην αιτία του κόσμου — ευλογημένο το θλιβερό του πνεύμα που μας ταξείδεψε. Βυθίσου για πολύν καιρό στον εαυτό σου. Σιωπή — σιωπή.
Σωκράτης Πρόδικε, αφ' ου είναι συμπολίτης σου ο Σιμωνίδης, δίκαιον είναι να δώσης βοήθειαν εις τον άνθρωπον. Κύτταζε και τώρα, αν έχης την ιδίαν γνώμην μ' εμέ. Διότι δεν μου φαίνεται ότι λέγει εναντία εις τον εαυτόν του ο Σιμωνίδης. Συ λοιπόν, Πρόδικε, ειπέ πρώτος την γνώμην σου· σου φαίνεται ότι είναι το ίδιον το να γείνη κανείς και το να είναι, ή ότι είναι άλλο;
Ο Δημητράκης έμενε ακίνητος στη θέση του, χλωμός σα θειαφοκέρι και κύτταζε τον αδερφό του με θλίψη. Τον κύτταζαν κ' οι άλλοι κ' έσφιγγαν τα χείλη τους να μη σκάσουν τα γέλοια. Μα εκείνος σα να ήταν ολομόναχος εξακολουθούσε να γροθοκοπάη τον αέρα και να μπομπαρδίζη τον οχτρό του. — Μπαμ! μπουμ!.. φσ. ... φσ.... μπαμ! μπουμ! .. μπιμ! ... Άξαφνα όμως βρόντησαν τα γέλοια.
Και οι γιατροί, με τα γιατροσόφια και τα βότανά τους, μαζεύτηκαν απάνω απ' τη χρυσή κούνια. Άνοιξαν τα γιατροσόφια τους και άρχισαν να μιλούν λατινικά αναμεταξύ τους. Και το βασιλόπουλο, χλωμό και αρρωστιάρικο, απάνω στα πουπουλένια προσκέφαλα, τους κύτταζε με τα μεγάλα του μάτια. Και σα να καταλάβαινε τα λατινικά τους και σα να ξεδιάλυνε τη σοφία τους, χαμογελούσε πάλι, χαμογελούσε ολοένα.
Ο πατήρ μου, σοβαρός συνήθως και ολιγόλογος, κατέκρινε με ολίγας λέξεις την διαγωγήν του διδασκάλου, απεδοκίμασεν επίσης τον πατέρα του Σοφή, απέφυγε δε να απαντήση εις την περίεργον ερώτησιν, την οποίαν του απέτεινα, ζητών να μάθω τι ήτο ο πατήρ του Σοφή, και τι έργον είχε. — Κύτταζε τα μαθήματά σου, μου απήντησε ζωηρώς, και αυτά τα πράγματα δεν σ' ενδιαφέρουν.
Τον είχε κάπου μια βδομάδα εκεί κι ακόμα δεν αποφάσιζε. Γύριζε γύρω — τριγύρω στον κορμό, τον κύτταζε και τον ξανακύτταξε, μια πήγαινε κοντά και τον ψηλαφούσε, μια στεκότανε μακρυά· πότε τον εύρισκε καλόν και χαμογέλαε, πότε άσχημον και σούφρωνε τα φρύδια του έτοιμος να κλάψη. — Γιατί μου τα κάνουν αυτά!.. γιατί μου τα κάνουν!.. φώναξε άξαφνα πιάνοντας το κεφάλι με τα χέρια του.
Τριγύρισαν τα παλάτια της Ανατολής και της Δύσης. Παραστάθησαν στις χαρές και στις λύπες του κόσμου, στους γάμους και στα λείψανα, στις αγάπες και στα μίση, σταγκαλιάσματα του έρωτα και στα δαγκάματα της έχθρας. Οι δάσκαλοι, που ακολουθούσαν από κοντά, εξηγούσαν πάλι τα θαύματα του κόσμου και τα μυστήρια της ψυχής. Μα το βασιλόπουλο κύτταζε πάλι αδιάφορα τριγύρω του και χαμογελούσε,
Ο Λάμπρος Ζάρμπας ακουμπισμένος στο παραθύρι του σπιτιού του την ώρα εκείνη, κύτταζε από τον κάμπο του Φαναριού το φωτολουσμένο Σούλι του, με μάτια ατάραγα από κει και με λογισμό βυθισμένο σ' απέραντες σκέψες. Ήτον Σουλιώτης ο Λάμπρος Ζάρμπας, από τα χωριά της Λάκκας απάνου. Κάθε αλωνάρη μήνα μοναχά, που μάζωνε τα ρύζια του, κατέβαινε κάτου στον κάμπο, και το χινόπωρο πάλι πώσπερνε. Τώρα αλώνιζε.
Μα σαν να τρόμαξε από την ίδια του φωνή στάθηκε κατακίτρινος, με τα χέρι απλωμένο στην πόρτα, με τα μάτια γουρλωμένα· τα μαλλιά του ήταν άνω κάτω. Οι χωριάτες τον κύτταζαν· τον ρωτούσαν τι τρέχει. Τους κύτταζε κ' εκείνος δίχως να μπορή να βγάλη λέξη. Επί τέλους συνήρθε, κατέβασε το χέρι του, χαμογέλασε κ' είπε με φωνή παρακαλεστική.
Κ' είχε και κάτι μικρούτσικα αυτάκια ροδοκόκκινα σαν κορίτσι και τα δόντια του, όταν γέλαγε, ασπρίζανε σαν το ρύζι κάτω απ’ το μαύρο μουστακάκι, το άστριφτο ακόμα, που δεν εννοούσε να μεγαλώση: έτσι έλεγε μέσα της κάθε φορά που τον κύτταζε με λαχτάρα και θαυμασμό για τα τόσα νιάτα, η άμοιρη η γυναίκα του.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν