Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 9 Ιουνίου 2025
Τα βουνορράχια ως τόσο τις άπλωναν καθάριες τις φειδωτές τους γραμμές, κι απάνωθέ τους λαμποκοπούσε ο ξάστερος ουρανός με τα μύρια καντήλια του. Μέσα στο χωριό μήτε πετεινός δε λαλούσε ακόμα. — Πού είνε τώρα όλες εκείνες οι βρωμόγλωσσες, και σε τι λογής όνειρα μέσα να ψαλιδίζουν! έλεγε μονάχος του. Ξαναπλαγιάζει και κάμνει πάλε να κοιμηθή.
Αλλ' ο Σαϊτονικολής, απωθήσας την σύζυγόν του, τον επρόφθασε, πριν να διασκελίση το κατώφλιον, και του κατέφερε δυνατόν κτύπημα. Αλλ' η Ρηγινιώ επρόλαβε πάλιν και τον εκράτησεν αναφωνούσα: «Για όνομα του Θεού, Νικολιό, το παιδί σου θα σκοτώσης!» Και ούτω έδωκε καιρόν εις τον Μανώλην να σωθή από την πατρικήν οργήν. Ο Μανώλης κατέφυγεν εις το καφενείον του, διά να κοιμηθή εκεί.
Το αηδόνι πήδησε πάλι στο ψηλό του κλαδί και σώπασε. Όταν ήρθε η αυγούλα, η όμορφη χήρα ήτανε ακόμα ξαπλωμένη στη ρίζα του κυπαρισσιού. Και δεν ξύπνησε πια. Ανοίξανε ένα λάκκο δίπλα στον άλλο και τη βάλανε να κοιμηθή κοντά στον καλό της. Το ψηλό κυπαρίσσι σαλεύει λυπητερά πάνω στα ζευγαρωτά τα μνήματα.
ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Δίκηο έχεις, ναι• αλλ' όμως τούτο εγινόταν πρώτα, πούταν ο παληός ο νόμος• αλλά τώρα που για όλους η ζωή θάνε κοινή, τι και αν δεν καταθέση; ΒΛΕΠΥΡΟΣ Δεν μου λες: και αν φανή μια μικρούλα, και θελήση ένας να την γαργαλίση, και να κοιμηθή μαζύ της για μια νύχτα λόγου χάρι, από το κοινό ταμείο να της δώση δεν θα πάρη;
Τόσον βαθειά 'ς τα αίματα εχώθηκα ως τώρα, ώστε αν παύσω να βουτώ, το να γυρίσω 'πίσω θα ήν' επίσης δύσκολον, καθώς να προχωρήσω. Θα προχωρήση! Σχεδιάζει τον φόνον και του Μακδώφ. Η Λαίδη Μάκβεθ εν τούτοις τον παρακινεί ν' αναπαυθή. « Ας πλαγιάσωμεν», αποκρίνεται. Αλλ' όχι! ο Μάκβεθ εσκότωσε τον ύπνον! Ο Μάκβεθ δεν θα κοιμηθή εις το εξής!
Είτανε η καλή ώρα όλου του χωριού που γύριζε στο σπίτι του ν' αλλάξη το λερωμένο μέσα στις λάσπες μια βδομάδα ντύμα του, να πάη στην εκκλησιά του το πρωί της Κυριακής, να κρεοφαγήση το μεσημέρι, να μεθοκοπήση κάμποσο τ' απόγιομα και να κοιμηθή μια νύχτα ακόμα στο σπίτι του, για να ξεκινήση θαμπά τη Δευτέρα για τα χωράφια του. Εκεί απάνω ξεμπουκάρει τ' απόσπασμα στο χωριό.
Τη έδειξε κόγχην τινά υποκάτω ενός βράχου, και τη είπε να κοιμηθή. Η νέα συνεστάλη εντός του κοιλώματος εκείνου και ο Γύφτος εκάθισε πλησίον αυτής. Το μέρος ήτο υπήνεμον και εσκέπαζε την Αϊμάν από των σταγόνων της βροχής, ήτις κατά διαλείμματα έπιπτεν. Άνωθεν σκοτεινός αιθήρ επέκειτο, και αστραπαί διέσχιζαν τον αέρα. Η βροντή εμυκάτο και ο άνεμος εγόγγυζε διά μέσου των κλώνων των δένδρων.
Παρείχαν μικρές μελέτες και σκόρπιες σκέψεις· είδα μερικές· και αφού κατά τας δέκα διέταξε και επρόσθεσαν ξύλα στη θερμάστρα και του έδωκα ένα μπουκάλι κρασί, έστειλε τον υπηρέτη του να κοιμηθή, που είχε δωμάτιο, καθώς και οι άλλοι άνθρωποι του σπιτιού, στο πίσω μέρος, μακριά από το δικό του.
Εν τω μεταξύ ο χοίρος, τον οποίον δεν άφινε να κοιμηθή η εκ της οικίας αναδιδομένη ποικίλη και γαργαλιστική κνίσσα, επολιόρκει την θύραν, διασείων αυτήν με το ρύγχος του, ως διά πολιορκητικού κριού, και γρυλίζων με επιτεινομένην αγανάκτησιν, ως να έλεγε: — Ανοίξετε λοιπόν επί τέλους!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν