Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 9 Ιουνίου 2025
Αν δοκιμάση ν' αναγνώση, στερείται μετ' ολίγον της ικανότητος να κρατή τους οφθαλμούς ανοικτούς, αλλ' ευθύς άμα σβύση το κηρίον, τον αναγκάζει να τους ανοίξη και πάλιν η ανικανότης να κοιμηθή. Η τοιαύτη μεταξύ νυσταγμού και αϋπνίας πάλη και τα αλλεπάλληλα αψίματα και σβυσίματα του κηρίου παρατείνονται πολλάκις μέχρι της πρωίας ή της εξαντλήσεως της θήκης των πυρείων.
ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ Λοιπόν αμέσως γύρισε ‘ς το σπίτι του πατρός σου· καμώσου την χαρούμενην ειπέ ότι τον Πάρην τον θέλεις, κ' υπανδρεύεσαι· και αύριον τετάρτην εύρε τον τρόπον μοναχή την νύκτα να πλαγιάσης, χωρίς η παραμάνα σου να κοιμηθή κοντά σου.
Ο Ζούμπουρας, παραδώσας αυτήν εις τον ναύκληρον όστις τρυφερώς την ενηγκαλίσθη, καταφιλήσας τον στενόν ως καλαμένιον λαιμόν της, είπεν ότι ο πλοίαρχος έπεσε να κοιμηθή, και ότι αυτοί ας κάμουν ό,τι θέλουν.
Ο οδοιπόρος δύναται να φέρη το στρώμα του αν θέλη, ημπορεί να καθήση σταυροπόδι να φάγη, και να κοιμηθή κατόπιν επ' αυτού. Κατά κανόνα, πρέπει να φέρη μαζύ του και την τροφήν του, να περιποιήται μόνος τα ζώα του, να τα ποτίζη μόνος του. Δεν ελπίζει, αλλ' ούτε και απαιτεί να τον υπηρετούν, και αντί ελαχίστης δαπάνης ευρίσκει ασφάλειαν, στέγην και χώρον να κοιμηθή.
Ο Στόγιος δεν είχε κοιμηθή ακόμη, φως έλαμπε διά του φεγγίτου. Τον εκάλεσα ονομαστί. Εγνώρισε την φωνήν μου και ελθών μου ήνοιξε. Μοι παρέσχε πρόθυμον ξενίαν και στέγην. Εγώ εν τούτοις δεν ήξευρα διατί είχα κρούσει την θύραν του, αφού δεν είχα ύπνον ούτε νυσταγμόν.
Κι όσο για τους Ευνούχους, πολίτης καβαλλάρης αν περνούσε, έπρεπε να ξεπεζέψη και να τους χαιρετήση. Τα είδε όλ' αυτά ο Ιουλιανός, που ο ίδιος του πλάγιαζε κατάχαμα για να κοιμηθή, κι άναψε το φιλοσοφικό του αίμα. Από τη μιαν άκρη πήδηξε στην άλλη. Ένα διάταγμα και ρημώθηκε το παλάτι.
Ο Βινίκιος αισθανθείς αυτήν πλησίον του ήνοιξε τους οφθαλμούς και εμειδίασεν· εκείνη του εχαμήλωσεν ελαφρώς τα βλέφαρα διά της χειρός της, ως εάν ήθελε να τον υποχρεώση να κοιμηθή. Τότε ησθάνθη ότι κατελαμβάνετο από μεγάλην ευχαρίστησιν, ενώ συγχρόνως η αδυναμία του ηύξανεν. Όταν ενύκτωσε πλέον εντελώς, ο Βινίκιος κατελήφθη υπό ισχυρού πυρετού και ωνειρεύθη.
Τώρα που σα συνεπαρμένος απ' τη γοητεία της φεγγαρίσιας ευτυχίας είχε γείρει στον κόρφο της να κοιμηθή, τώρα τον κύτταζε άφοβα, τώρα τον φιλούσε όλονε με τα πρωτοξύπνητα γυναικεία μάτια της, τον άντρα τον αγαπημένο. Τι ζεστά που μύριζαν τα γλυκά μαλλιά του! σαν κάτι ζωντανό και δυνατό που της ήτονε φόβος μαζί και λαχτάρα.
Η Χαλιμά του απεκρίθη· κραταιότατε βασιλεύ, έχω μίαν αδελφήν πολύ αγαπημένην και επιθυμούσα να κοιμηθή και αυτή εδώ εις ένα μέρος ταύτην την νύκτα, διά να λάβω ακόμη αυτήν την παρηγορίαν και ευχαρίστησιν να την αποχαιρετήσω· όθεν παρακαλώ την βασιλείαν σου, να μη μου αρνηθή ταύτην την χάριν· Ο βασιλεύς απεκρίθη· μετά χαράς σου· και ευθύς επρόσταξε να έλθη η Μεδινά και να της ετοιμάσουν το κρεββάτι από το μέρος της αδελφής της ολίγον ξέμακρα.
Να ήτο άρωμα να την ροφήση διά μιας; Να ήτο γάλα να την καταπιή; Να ήτο γαλανόν ιμάτιον να την φορέση; Να ήτο μητέρα του να κοιμηθή κοντά της; Πολλαίς φοραίς, την νύκτα με την σελήνην δραπετεύων από τον οικίσκον του, ανήρχετο εις την υψηλήν του Κάστρου κορυφήν όπου εφύλαττεν η βάρδεια, εις το Κανόνι, και δεν εχόρταινε να θεωρή το πέλαγος, απλούμενον γύρω του ως χρυσογάλανον καθρέπτην.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν