Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 9 Ιουνίου 2025
Και ο σεβαστός Τηλέμαχος τότ' είπε μεταξύ τους• 405 «Ελεεινοί, φρενιάζετε• και την καρδιά σας ήδη το φαγοπότι ενίκησε• κάποιος θεός σας σπρώχνει. τώρα, 'που εκαλοφάγετε, 'ς το σπίτι του ο καθένας, αν θέλη, ας πα να κοιμηθή, δεν διώχνω εγώ κανέναν»,
Πήγαινε λοιπόν και προσπάθησε να την καταφέρης νάρθη να κοιμηθή μαζή μου. ΧΗΝ. θέλεις να της πω ότι όλα, αυτά που της διηγήθης ήσαν ψέμματα για να της δείξης ανδρείαν; ΛΕΟΝΤ. Όχι, δεν κάνει, Χηνίδα• είνε 'ντροπή. ΧΗΝ. Αλλοιώτικα δεν θα έλθη. Διάλεξε λοιπόν το έν από τα δύο, ή να σε πιστεύουν ως ήρωα και να σε μισούν, ή να κοιμηθής με την Υμνίδα και να ομολογήσης ότι είπες ψέμματα.
Τω όντι εσκέπτετο ότι, αφού παν μυστικόν ήτο προωρισμένον να είνε γνωστόν εις δύο τουλάχιστον πρόσωπα, διατί να μη είνε και εις τρίτον, και διατί το τρίτον τούτο να μη είνε αυτή αντί πάσης άλλης; Ησθάνετο δε τοσούτον γαργαλισμόν περιεργείας, οσάκις εδίδετο αφορμή προς ανίχνευσιν μυστικού τινος, ώστε δεν ηδύνατο ούτε να κοιμηθή ούτε να φάγη.
Αφού η Αμέρσα είχε χάσει τον ύπνον της, μετά την επάνοδον εκ της οικίας της λεχώνας και είχε πλαγιάσει πάλιν, χωρίς να κοιμηθή, εις το πλάγι της μικράς αδελφής της, επί μακρόν εξηκολούθησε να σκέπτεται και πάλιν τον αδελφόν της, τον δυστυχή και ένοχον εκείνον. Έκτοτε μετά το πήδημα από της κλαβανής και την απόδρασίν του, δεν τον είχεν ιδεί πλέον.
Ήλθε και μας ανέβασε προς τα επάνω, και μας ωδήγησεν εις την Παναγίαν την Κεχριάν. Ο Γούμενος, νεαρός ρασοφόρος, τον οποίον είχε στείλει ο νεοχειροτόνητος Επίσκοπος, είχε κοιμηθή, αφού έκαμε τον εσπερινόν, διαρκέσαντα ως την δεκάτην ώραν. Ήτο παρά μικρόν μεσάνυκτα, όταν εφθάσαμεν. Ο Γούμενος δεν εγνώριζε τα παλαιά έθιμά μας, και δεν τα ησπάζετο.
Ο ολίγος κόσμος, όστις είχεν οδοιπορήσει προς τα εκεί διά να εορτάση — τριάντα περίπου ευλαβείς οικοκυράδες, και άνδρες δέκα ή δεκαπέντε, και άλλα τόσα παιδία, είχαν υπάγει διά ν' αγρυπνήσουν· άλλως, ποίος θα εκόμιζε ρούχα διά να κοιμηθή; και ποίος θα επήγαινε διά να κοιμηθή εν υπαίθρω; Ο Γούμενος είχε κοιμηθή στο κελλί.
Τι με θέλετ' εμένα; Και πάντα στο καράβι. Εκεί να φάη, εκεί να κοιμηθή. Καμμιά φορά ξεγελειόταν κ' έτρωγε ψωμί με τους δικούς του. Στα καρφιά καθότανε. — Στρώσε να κοιμηθής, Μοναχάκη. Μέλι μαθές έχει το καράβι; Νύχτα ώρα, σκοτάδι, που θα πας, χριστιανέ μ', στο λιμάνι; Γέρος άνθρωπος είσαι· θα πέσης να τσακιστής. Αυτός τίποτε. — Η γρηά περιμένει Καλή σας νύχτα... κ' έφευγε.
Ανέβη λοιπόν ο μικρός Κλώσος εις την σκέπην του κτιρίου, και εβολεύθη όπως καλλίτερα ημπορούσε διά να κοιμηθή. Αλλά απ’ εκεί επάνω ημπορούσε να βλέπη τι εγίνετο μέσα εις την οικίαν, διότι τα παραθυρόφυλλα δεν εσκέπαζαν τα παράθυρα έως επάνω. Είδε λοιπόν μίαν μεγάλην τράπεζαν στρωμένην, και επάνω εις την τράπεζαν κρασί και κρέας ψητόν και έν μεγάλον ψάρι.
Ο Καλίφης έμεινε εκστατικός διά όσα ήκουσε, και καθώς είχε χρείαν να αναπαυθή, ανεχώρησεν από τον χαντζή και επήγε να κοιμηθή, γεμάτος από στοχασμούς.
Μα φοβάμαι να τη φιλήσω· δαγκόνει την καρδιά το φιλί και καθώς το νιο μέλι με κάνει να τρελλαίνουμαι· και φοβάμαι μήπως την ξυπνήσω, άμα τη φιλήσω. Ω τα φωνακλάδικα τα τζιτζίκια, δε θα την αφίσουνε να κοιμηθή, επειδή λαλούνε δυνατά. Μα κ' οι τράγοι μαλόνοντας χτυπούν τα κέρατά τους. Ω τους λύκους, τους πιο φοβιτσάρηδες κι' από τις αλεπούδες, αφού δεν άρπαξαν τους τράγους.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν