Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 9 Ιουνίου 2025
Ούτος, ενώ την νύκτα της παραμονής του γάμου είχε κοιμηθή καλά κ' επί πολλάς ώρας, κατόπιν του παροξυσμού όστις του είχεν επέλθει την ημέραν, κ' εφαίνετο ησυχώτερος, την νύκτα την μετά τον γάμον, και κατόπιν της ανακαλύψεως της απουσίας του χρηματοφυλακίου, την διήλθεν άυπνος και με φοβεράς εκρήξεις βηχός.
Όταν την επιούσαν εξύπνησεν ο Μανώλης εις της αδελφής του, όπου είχε κοιμηθή, έμαθε δύο ευχάριστα πράγματα· ότι η διαγωγή του κατά την συμπλοκήν με τους Τούρκους είχεν ενθουσιάση τους χωριανούς και ότι ο Σμυρνιός είχεν αρραβωνιάση την θυγατέρα του Συμβούλου.
Ούτε ο ίδιος δεν ήξερε σήμερα τι έκανε. Έπιασε τα κουπιά, αλαργάρησε λιγάκι και φουντάρησε αρόδου. Σαν έσβυσε ο κρότος της άγκυρας μέσα στην ησυχία του δειλινού, στάθηκε στη μέση της βάρκας σα χαμένος. Ποτέ δεν είχε πέσει τόσο βαρειά η άγκυρα στην αγκαλιά του νερού. Στάθηκε πολλήν ώραν έτσι σαστισμένος. Ύστερα έκανε το σταυρό του να πέση να κοιμηθή.
Αλλά τότε ο Μάχτος τω απήντησεν: «Ας κοιμηθή καλλίτερα! Πόσον θα υπέφερεν η δυστυχής! » Εν τούτοις ο Θευδάς έμεινε, στηριχθείς όρθιος επί της παραστάδος της θύρας. Ο Μάχτος αδιαφορών αν ήτο αυτός παρών, προέβη προς το μέρος όπου έκειτο η Αϊμά, και εγονυπέτησε πλησίον αυτής. Έλαβε την χείρα αυτής κοιμωμένης και την ησπάσθη μετά σεβασμού.
Τους ηκούσαμεν και να ομιλούν και όχι μόνον δεν μας επείραξαν, αλλά και μας εκάλουν να μας φιλοξενήσουν• ημείς όμως εφοβούμεθα και ούτε να δειπνήση, ούτε να κοιμηθή κανείς εξ ημών ετόλμησεν.
Κάποτε έπιπτεν εξηντλημένος επί της στρωμνής του, προσεπάθει να κοιμηθή ολίγον, αφίνων δι' αύριον την σκέψιν, αλλά μόλις έκλειε τους οφθαλμούς και η εικών της πρωίας με τας μεγάλας ερυθράς φλόγας των μαύρων λαμπάδων, τα ωχρά πρόσωπα των χωρικών, τα πιναρά των ιερέων και άνωθεν τον κατάμαυρον ουρανόν, απαίσιον πλαίσιον απαισιωτέρας εικόνος, παρουσιάζετο προ αυτού φοβερωτέρα.
Κι' είπε μέσα του: — «Εγώ δούλεψα εφτά χρόνια γι' αυτή τη συμβουλή και να μην την ακολουθήσω; Είναι κρίμα!» Και λέγοντας αυτά, γύρισε πίσω και πάη να κοιμηθή. Αλλά, πού ύπνος! Παράδερνε ακέριες ώρες, όταν τη στιγμή, που άρχισαν να λαλούν τ' αρνίθια, τον έκλεψε ο ύπνος και δεν ξύπνησε, παρά όταν λαλούσε ο σήμαντρος της εκκλησιάς.
Κοίταξε λοξά τη μαμά και χαμογέλασε: — Την έφτιαξα της Άννας. Κρύφτηκα πίσω από τα χαμόκλαδα και δεν μπορούσε να με δη. — Αλήθεια! το έκαμες αυτό; είπε η μαμά. Προχωρήσανε κι οι δυο στο σπίτι, σα δυο συνένοχοι ευχαριστημένοι που πετύχανε το κόλπο τους και φυσικά το αποτέλεσμα είτανε πως αυτό το βράδι έπρεπε να βάλη μόνη της η μαμά το μικρόν να κοιμηθή.
Πηγαίνοντας στην κάμαρη της να κοιμηθή, είδε φως στο μικρό καμαράκι που είχε το γιατάκι της η Αννίτσα. — Δεν κοιμήθηκες ακόμα; της είπε. — Ακόμα, ψυχομάννα, είπε η Αννίτσα με μουδιασμένη φωνή. Η Ταρσίτσα έσκυψε στο τζάμι του παραθυριού, που άνοιγε στο στενό πέρασμα. Την είδε πούπλεκε τα μαλλιά της μπροστά σ' ένα μικρό στρογγυλό καθρεφτάκι, ακουμπησμένο απάνω στο καντηλιέρι.
Εγέννησε το παιδί, το εβύζασε, το ετύλιξε με το σάλι και το απίθωσε στη φάτνη απάνω στ' άχυρα να κοιμηθή. Σε λίγο ο ανασασμός έβγαινεν από το στηθάκι του ήσυχος, σαν ανασασμός ενός βαλσαμόδεντρου. Γύρω το σκοτάδι απλωνόταν πίσσα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν