Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 14 Ιουνίου 2025
Αλλά επί πολλά λεπτά η καρδιά εξηκολούθει να κτυπά με πνιγμένον ήχον. Αλλ' όμως κανείς τόσον αδύνατον ήχον δεν μπορούσε πλέον ν' ακούση διά μέσου του τοίχου. Τέλος εσταμάτησεν. Ο γέρων είχεν αποθάνει. Ξανάβαλα το κρεββάτι εις την θέσιν του και παρετήρησα τον νεκρόν. Ναι, ήτο άκαμπτος ως νεκρός. Εστήριξα το χέρι εις το μέρος της καρδιάς και το εκράτησα έτσι επί τινα λεπτά. Δεν εκτυπούσε πλέον.
Ο γέρων και η υπηρέτρια την υπεστήριξαν εκατέρωθεν και εβοήθησαν τα βραδέα επί του καταστρώματος βήματά της. Ενώ ηγείρετο, έπεσεν εκ του φορέματός της απαρατήρητον το χειρόκτιόν της. Α! Διατί δεν το εκράτησα! Έκυψα και το επήρα, προχωρήσας δε το έδωκα εις την υπηρέτριαν.
Ηθέλησε ν' ανάψη φως, αλλά τον εμπόδισα και εξηκολουθήσαμεν εις το σκότος την συνομιλίαν. Ρίγος χαράς τον κατέλαβεν ότε είπα ότι η κόρη του ζη, ότι την είδα εις Τήνον και ότι θα επιστρέψωμεν εκεί ομού. Είπα διά τι ήλθα εις τον Πύργον και εζήτησα την συνδρομήν του. Ηγέρθη αμέσως, ητοιμάσθη εν βία και ήνοιξε την θύραν της καλύβης. Πριν εξέλθωμεν τον εκράτησα της χειρός.
'ς τον εύμορφον εμπήκαμε λιμένα, 'που από βράχους κλειέται υψηλούς ολόγυρα 'ς το 'να και 'ς τ' άλλο πλάγι, και άκραις ξεβγαίνουν πετακταίς αντίκρ' η μια της άλλης 'ς την θάλασσα, κ' έχει στενό το στόμα του ο λιμένας. 90 εκεί μέσ' όλοι ωδήγησαν τα ισόπλευρα καράβια. και τούτα μέσα εδέθηκαν εις τον βαθύ λιμένα, σύνεγγυς όλα, ότι ποτέ δεν φούσκονε αυτού κύμα ούτε μεγάλο, ούτε μικρό, αλλ' άσπρη έχει γαλήνη• εγώ μόνος εκράτησα έξω το μαύρο πλοίο 95 αυτού 'ς την άκρα, κ' έδεσα 'ς τον βράχο το σχοινί του. και ανέβηκα κ' εστάθηκα εις κορυφήν πετρώδη, και ούτ' έργα εφαίνονταν βωδιών αυτού και ούτ' έργ' ανθρώπων. τον καπνό μόνον βλέπαμε, 'που από την γην επήδα. τότε συντρόφους έστειλα να υπάγουν και να μάθουν 100 ποιοι σιτοφάγοι άνθρωποι 'ς την γην εκείνην ήσαν, δυο διαλεκτούς, και κήρυκα μ' αυτούς έσμιξα τρίτον. τον δρόμον ακολούθησαν εκείνοι, όπου τ' αμάξια τα ξύλ' άπ' τα υψηλά βουνά 'ς την πόλιν καταιβάζαν, και άντεσαν νέαν, πώπαιρνε νερόν εμπρός 'ς την πόλι 105 του Αντιφάτη, βασιληά των Λαιστρυγόνων, κόρη. κατέβ' η νέα 'ς την λαμπρή πηγή, την Αρτακία, ότι απ' εκείνην έφερναν όλοι νερό 'ς την πόλι. την επλησίασαν αυτοί, της μίλησαν, κ' ερώταν ποιος είν' εκείνων βασιληάς, και ποιους εξουσιάζει. 110 και η κόρη ευθύς τους έδειξε το δώμα του πατρός της. εις το παλάτι ως έφθασαν την σύντροφόν του ευρήκαν, 'που ως κορφοβούν' ήτο υψηλή, και τους επήρε φρίκη. έκραξε από την σύνοδον τον άνδρα της εκείνη, τον Αντιφάτην, οπού ευθύς να τους χαλάση εσκέφθη. 115 άρπαξε αμέσως κ' έφαγεν τον έναν των συντρόφων• οι άλλοι δυο πετάχθηκαν και 'ς τα καράβια φθάσαν. και αυτός 'ς την πόλι σήκωσε βοή, και οι Λαιστρυγόνες, ως άκουσαν, οι δυνατοί κείθε κ' εδώθ' ερχόνταν άπειροι, και δεν ώμοιαζαν ανδρών αλλά Γιγάντων. 120 και με πέτραις αβάστακταις των βράχων απ' ταις άκραις κτυπούσαν και άρχισε κακός εις τα καράβια κρότος, οι άνδρες ως φονεύονταν κ' εσπώνταν τα καράβια. και ως ψάρια τους καμάκιζαν και, άθλιο φαγί, τους παίρναν. και αυτούς ενώ ξολόθρευαν εις τον βαθύ λιμένα, 125 απ' το πλευρό μου έσυρα το ακονητό σπαθί μου κ' έκοψα τα πρυμόσχοινα του μαυροπλώρου πλοίου• και τους συντρόφους πρόσταξα να πέσουν 'ς τα κουπία να φύγουμε απ' τον όλεθρο, κ' εκείνοι τρομασμένοι όλοι ενταυτώ με τα κουπιά την θάλασσαν ταράξαν. 130 κ' ευφρόσυνα εις το πέλαγος έφυγε από τους βράχους τους κρεμαστούς το πλοίο μου• τ' άλλ' όλ' αυτού χαθήκαν.
Παραπιωμένος κάποιος στο μεθύσι απάνω νόθο με κράζει. Την φρικτήν εκείνη μέρα μόλις τη λύπη εκράτησα. Την άλλη πήγα κ’ ερώτησα καταλεπτώς τους δυό γονείς μου. Κι εκείνοι επροσβαλθήκανε στην κατηγόρια, κ’ έτσι βαρυθυμώσανε μ’ εκειόν που τα ’πε κ’ εγώ χαιρόμουνα γι’ αυτό. Αλλά μ’ εκέντα πάντοτε ο ψόγος° χάλαγεν έτσι η καρδιά μου. Κρυφά λοιπόν απ’ τους γονείς παίρνω το δρόμο για τους Δελφούς.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν