Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 20 Ιουνίου 2025


Εκείνος που είχε χάσει την σακκούλα γύρευε ακέριο το χρηματικό ποσό, που είχε μέσα, κι' εκείνος που την είχε βρη δεν τώδινε, λέγοντας, ότι είχε δικαίωμα να βαστάξη τα μισά για βρετικά, κι' από λόγο σε λόγο πιάστηκαν, κι' άρχισαν να χτυπιούνται στα γερά, φωνάζοντας: «βιο μου», ο ένας και «δίκιο μουμου ο άλλος.

Τρέχα γύρευε τώρα πότε θα γυρίση. . . Μήπως θα τηνέ φέρη κιόλα πίσω ο κύριος Νίκος ! έ;, Νά-τα ! Μάτια μου, θέλει και καβαλλιέρο ! Δε στάλεγα εγώ; όπως πήγε, ναρθή ! τι; Και να δης που εξ αιτίας της αργεί κι ο Κύριος Νίκος.

Στα γεράματα κι αυτός σηκώθηκε και μου γύρευε παντρειές. Κι αντίς να διαλέξη καμιά μεσόκοπη σαν και λόγου του, παίρνει ένα θεριωμένο αγριολούλουδο από τον Ψηλότοπο, δίχως μάνα και δίχως αδερφή, ένα γέρο πατέρα μοναχά, που αποκότησε και την έστειλε του γέρο Θωμά, να σκαρώση σπιτικό στο χωριό μας. Βλέπεις, ο Θωμάς δε ζητούσε και προίκα^ μα είχε και καλή καρδιά ο Θωμάς.

Κι’ η Κόρη, ξέροντας καλά το μαύρο ριζικό της, Δεν έβγαιν’ έξω κάμποτε, μόν’ κάθονταν κλεισμένη Και γύρευε άντρα ανεύρισκον σ’ Ανατολή και Δύση, Που να είνε άξιος κι’ ώμορφος, γερός και παλληκάρι.

Τρέλλα και τρέλλα του ήρθε. Είχε γνώση και βαστάχτηκε όμως, κι όχι από καλογνωμιά, παρά να μη γίνη φοβερώτερο σούσουρο. Βαστάχτηκε, και τράβηξε από τον κάτω το δρόμο, εκεί που είτανε μαζεμένος ο κόσμος και τους σεριάνιζε, ίσως και δη, ίσως και πάρη ταυτί του τίποτις μες στα σκοτεινά. Σα να γύρευε και καλά να τις πυργώση τις φλόγες που κορώνανε μέσα του.

Το ότι ο κόσμος τον θυμόταν, ενώ εκείνος βρισκόταν τόσο μακριά, στην άκρη του κόσμου, τον εξέπληττε και τον αναστάτωνε. «Ποιος με γύρευε πριν από λίγο;», ρώτησε ένα πρωί την ντόνα Έστερ. «Θα πρέπει να ήταν ο Τσουαναντόνι.» «Εάν ξαναέρθει, ντόνα Έστερ μου, κάντε μου την χάρη να τον αφήστε να μπει… Καλά είναι ν’ αρχίσουν οι αποχαιρετισμοί….» «Μα τι λες, Έφις!

Τα γνώριζε τα κρύφια της καταπότια. Την ήξερε την Ασήμω από παιδί. Θα πης, μια και βγήκανε στον κόσμο, άλλαξαν κ' οι δρόμοι τους πια. Ο Πανάγος με την παρέα του, η Ασήμω με τις μαζώχτρες της. Κάθε όμως φορά που τόβρισκε βολικό η Ασήμω, μα στο μάζωμα είτανε, μα στο χωριό, μα στο πανηγύρι, του κρυφοπέταγε φλογερές ματιές. Το σκαρί της, το αίμα της, η ψυχή της όλη, αρχοντόπουλο γύρευε.

Η φτώχεια μπορούσε ν' αλέση το φόρτωμά της χωρίς ν' αφήση ούτ' ένα ξάγι, κι ο τούρκος θα το συλλογίζουνταν αν γύρευε να δείξη την αδικιά του στο Λιάκο. Ο μυλωνάς είχε χάση πάρωρα τη γυναίκα του· ένα κορίτσι είχε, μια ομορφονιά τη Λουλούδω, το τριαντάφυλλο του Ριζόμυλου. Η ομορφιά της γρήγορα πήρε δρόμο στον τόπο. Το κορίτσι αγαπούσε ένα κλέφτη, τον Τσέλιο, τότες είτανε κλέφτες.

Ύστερα ησύχασε πάλι μια στιγμή. Το σώμα έγυρε απάνω στα χέρια που τον κρατούσανε. — Μη φοβάσαι, Γιώργη! θα περάση! εδώ είμαστε! κ' η Ασημίνα κ' εγώ... Κουράγιο!... Τα λόγια του Βαγγέλη βγαίνανε τρεμουλιαστά, κομμένα μισά. Ο άρρωστος γύρισε το κεφάλι του με κόπο σαν να γύρευε κάποιον. — Εσένα γυρεύει! φώναξε ο Βαγγέλης στην Ασημίνα. Εκείνη έσκυψε μπροστά του πασχίζοντας να χαμογελάση.

Τρέχα συ τότες γύρευε δίκιο, θα χαμογελάσουν οι άλλοι, και θα σου πούνε να περάσης κι από τη δική τους τη γειτονιά. Όσο για τον Αγά, αυτός θα σου δώση να καταλάβης καταπού πέφτει το μαξιλαράκι του μιντεριού του. Και συ τότες, εκεί που του συντυχαίνεις, ανασηκώνεις το μαξιλάρι, και κρύβεις από κάτω ένα πουγγί. Κατά το βάρος του μαγεμένου πουγγιού θα είναι και το δίκιο σου.

Λέξη Της Ημέρας

ολύμπου·

Άλλοι Ψάχνουν