Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 22 Ιουνίου 2025


« Φεύγει ο Μουχτάρης σου! . . » Φεύγει, Φροσύνη! . . » Και 'σένα μόναχη, » Έρμη σ' αφίνει.» « Κλάψε! Φροσύνη μου. » Την μοναξιά σου! » Φροσύνη! Σ' έφαγε » Η ωμορφιά σου!..» Απ' το τραγούδι 'γνώρισα Πως ήταν η Φροσύνη, Η Βασιλική τ' Αλή-Πασσά, Κ' η Δέσπω του Λιακάτα. · Κ' εκείναις π' ακολούθαγαν Την ίδια τους τη στράτα, Με το τραγούδι. Αι Δεκαφτά Που πνίξαμε με 'κείνη.

Προσπάθησα να του γυρίσω τα μυαλά και του γνώρισα τις πιο ωραίες πριγκίπισες, αλλά δεν έδειξε κανένα ενδιαφέρον και, όπως βλέπεις, κείνται τώρα ενωμένοι με ένα αποτρόπαιο θάνατο σε ένα υπόγειο τάφο». Όμως καθώς μιλούσε, ο θυμός του γύρισε σε δάκρυα, και έκλαψα και εγώ μαζί του.

Τι σ' έκαμε και ξέπεσες ως εδώ, τονε ρώτηξα μια φορά. — Τι σ' έκαμε κ' ήρθες του λόγου σου! Να! τύχη γύρευα κ' ήρθα. — Και πότε λες να ξαναγυρίσης να τους δης τους δικούς σου; Είμουν πέντε χρόνια ξενιτεμένος σα συχωρέθηκε η μάννα μου· πατέρα δε γνώρισα. Ταδέρφια μου σκορπιστήκανε δω και κει, και πια δεν τάκουσα. Τι να πάω να κάμω εκεί τώρα! Εμένα οι δικοί μου είνε τώρα εδώ.

Τι; Θα τους κατηγορήσουμε τώρα; Οι μικροπολίτες είναι δικοί μας, ας είναι και δασκάλοι. Μήπως δεν έχει κάθε έθνος τους δικούς του; Εγώ τους γνώρισα τους μικροπολίτες και τους αγαπώ. Κάμποσο διασκέδασα μαζί τους. Είχαν αλήθεια πολλή χάρη και νοστιμάδα. Πόσο βάσταξε η Μικρόπολη, δεν το ξέρω να σας το πω.

Τρία πράγματα δεν έφυγαν απ' το νου μου σ' όλον τον καιρό της κακής μου ξενιτειάς: το χωριό μου, οι σπιτιακοί μου, κι' η πίστη μου. Δεν το γνώρισα ολότελα το καημένο μου το χωριό, που μου γελούσε πάντα στον ύπνο μου και στα ονείρατά μου.

Η Ευρύκλεια της απάντησεν η αγαπητή βυζάστρα· «Ποιος λόγος, τέκνο, σου 'φυγε των οδοντιών το φράγμα! 70 ενώ μέσ' είν' ο άνδρας σου, 'ς το πλάγι της γωνίστρας, άπιστη λέγεις ότι πλειά δεν θα 'λθητην πατρίδα. αλλά σημάδι φανερόν άλλο απ' εμέ ν' ακούσης, το λάβωμ' οπού του 'καμε με λευκό δόντι χοίρος, και ως το 'πλυνα το γνώρισα και να σ' ειδοποιήσω 75 ήθελ', αλλά τα χέρια του μου απόφραξαν το στόμα, ώστε να ειπώ δεν μ' άφινεν, ο μέγας εις την γνώσι. αλλ' ακολούθα· την ζωή συ λάβε μου αρραβώνα· αν σ' απατήσω, εις θάνατον φρικτόν παράδοσέ με».

Ξύπνησε τότε μέσα μου μια λαχτάρα για την περασμένη γνωριμία μας, και με τράβηξε η δυστυχία της, και θέλησα να γυρίσω να της πω να έλθει να με ιδεί όταν θέλει. Και δε γύρισα· κατέβηκα στο Γαλατά, πήρα ένα καΐκι και πήγα στο Φανάρι. Γνώρισα έναν παπά στο αγίασμα της Άγιας Βλαχέρνας· ήλθε μαζί μου· περάσαμε από το Γαλατά και φτάσαμε στο Πενταπύργιο, κοντά στον εξωτερικό τοίχο.

Αφού στους φίλους μέσα γνώρισα την ψυχή σου, και πόσο μίσος είχες για μένα αισθανθή, αν έμπαινα μια μέρα και στο δικό σου σπίτι, θα μ'έστελνες στον Άδη με δίχτυα δολερά.

Έβαλα μια φωνή. Εκεί μέσα στην εκκλησιά, γνώρισα δικούς μου ανθρώπους. Ήτον ο Λευθέρης, ο άνδρας μου, ο Στάθης, ο γαμβρός του κ' η Στάθαινα, η ανδραδέλφη μου, που είχε πάρει ευχή, καθώς φαίνεται, πριν σαραντίση και εβάφτιζαν το μικρό τους, την πρώτη κόρη που του είχε κάμει η γυναίκα του η νιόνυφη. Ένας άλλος άνθρωπος ήτον μαζί τους.

Αρρώστησε δηλαδή τόσο νωρίς, ώστε μπορώ να πω πως δεν τη γνώρισα ποτέ δίχως το σπέρμα της αρρώστειας. Πώς όμως έγινε να λησμονήσω τόσον καιρό, ως τα τελευταία, πως η υγεία της είταν κλονισμένη και πως το σπέρμα της αρρώστειας έπρεπε ναναπτυχτή, αν δε χανότανε τέλεια; Πως δε χάθηκε, το γνώριζα καλά. Κι ωστόσο δεν έμαθα ποτέ να βλέπω τη ζωή με άλλο φως, παρά με το συνηθισμένο.

Λέξη Της Ημέρας

στάθη

Άλλοι Ψάχνουν