Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 31 Μαΐου 2025
Ο Βαγγέλης ήρχισε να μονολογή έξωθεν της θύρας: — Ξένοι στα ξένα, κυρά μ'! ξενάκια όλοι είμαστε. «Πού να καθίσω, να ξενυχτίσω;»... Αχ! είνε κακός ο κόσμος, κυρά μ'! δεν μπορεί να πη κανείς τον πόνον του! ...Σεβντάς, άχτι, καϋμός, μαράζι, ντέρτι, μεράκι, βάσανο, κυρά μ'! ...«Σ' αφίνω την καλή νυχτιά, πέσε γλυκά κοιμήσου! και στ' όνειρό σου!...» Ούτε φωνή, ούτε ακρόασις.
Κάτι πήγε να πη ο άρρωστος, μα δεν μπορέσανε να ξεχωρίσουνε τι έλεγε. Η Ασημίνα έκανε να μπήξη πάλι τις φωνές. Την έσφιξε απ' το χέρι ο Βαγγέλης.
Ο Βαγγέλης εφυλάχθη, προέτεινε το λαγούτο ως ασπίδα και η οργίλη γυνή δεν επρόλαβε να του καταφέρη άλλην. — Θέλησα να σου κάμω, μια πατινάδα, κυρά μου· μονάχη σου τo ζήτησες... είπες, γιατί να μην παίζω όταν είμαι μονάχος, όπως κάνουν οι μερακλήδες. — Εγώ σου είπα, με το λαγούτο να μην καταπιάνεσαι. Άπορον πώς είχε τόσην ετοιμότητα.
Είχον παρέλθει δέκα ημέραι αφ' ης ο Δημήτρης έφθασεν εις την καλύβαν του Νάσου και της Μπήλιως. Η χαρά με την οποίαν τον υπεδέχθησαν την πρώτην ημέραν, διετηρείτο ακόμη ακμαία και απροσποίητος · έτρωγον εις την αυτήν τάβλαν κ' εκοιμώντο εις την ιδίαν καλύβαν, αχώριστοι. Όσην φιλίαν ησθάνετο πριν ο γέρω Βαγγέλης διά τον Δημήτρην, την αυτήν ησθάνοντο τόρα και η κόρη και ο γαμβρός του.
— Καλά! είπ' εκείνος και γύρισε το κεφάλι του απ' την άλλη μεριά. Ο Βαγγέλης έσκυψε και του άλλαζε τα βρεμμένα πανιά. Η Ασημίνα έγυρε πάλι το πρόσωπό της απάνω στα γόνατά του και το σώμα της ανεβοκατέβαινε από κάποια βουβά αναφυλλητά.
Είτα ερωτά: — Εδώ κάθεται ο Βαγγέλης, ο λαουτιέρης; Η κυρά Γιάνναινα αργά-αργά απήντησεν: — Εδώ κάθεται, μα αύριο θα φύγη, θα κουβαλισθή. — Απόψε θα έρθη; — Δεν ξέρω. — Γιατί; Πώς γίνεται, να μην έρθη να κοιμηθή. — Δεν ξέρω, χριστιανή μου· δεν έχω την έννοια του. — Δεν είσαι του λόου σου, η σπιτονοικοκυρά; Και πώς γίνεται να μην ξέρης; Τρέχει, μαθές, τίποτε;
Την κουβέντα του θάχωμε τώρα; Πολύ του πάει. Πρόσταξε ένα εκατοστάρι ακόμα. Το ήπιανε και σηκωθήκανε να φύγουν. Αυτό ήταν όλο! Σαν έγινε το κακό, οι δυο φίλοι θυμηθήκανε τα χθεσινά. — Δε στώλεγα εγώ, Γιώργη μου; Καλύτερα να σε πηγαίναμε στη σπετσαρία. Τα βλέπεις τώρα; Είπε ο Βαγγέλης, καθώς απιθώσανε, με τα πολλά τα βάσανα, τον χτυπημένο στο κρεββάτι, και κύτταζαν να τον συγυρίσουν.
Κατά το φαγητόν ο γέρω Βαγγέλης διηγήθη εις τον Δημήτρην, προς τον οποίον συνεδέετο διά παλαιάς φιλίας, το αίτιον της θλίψεώς του. Ο γέρω Βαγγέλης, πτωχός ποιμήν, είχε μίαν κόρην την Μπίλιω, την οποίαν είχεν αρραβωνίσει μετά του Νάσου, γείτονος βοσκού.
Πήγε να μπήξη τις φωνές εκείνη. Ο Βαγγέλης της έφραξε το στόμα με το χέρι, μα έτρεμε ολόσωμος κ' εκείνος. Δεν τον περιμένανε τόσο γρήγορα. — Τι κάνεις εκεί; Για το Θεό! τσιμουδιά! Ζυγώσανε κ' οι δυο στο κρεββάτι. Ο άρρωστος άνοιξε τα μάτια του θολά και σαστισμένα σαν να μην ήξερε πού βρίσκεται — Δε γνωρίζει!... άσπρισε το μάτι του!... — Αλλοίμονο! Δυστυχία μου!
Καθ' όλην δε την ημέραν εκάθηντο μαζί και οι τέσσαρες, ως μία αγαπημένη οικογένεια· ο γέρω Βαγγέλης έσφαζε τον αμνόν, ο Νάσος τον απέδερε και τον επεριποιείτο, η Μπήλιω τον έβαινεν εις την γάστρα, και ο Δημήτρης έστρωνε την τάβλαν. Όλοι ελάμβανον μέρος εις την προετοιμασίαν, διά να μη φαίνεται ότι υπήρχε καμμία εξαίρεσις του οικοκύρη από του ξένου του.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν