Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 8 Μαΐου 2025


Μια και τη συναναστράφηκε, ξαναζωντάνεψαν μέσα του όλες οι χαρές που απόλαψε μαζί της στα παιδιάτικα χρόνια του. Το αλισωμένο λάφι ξαναγύρισε στη φυσική ποτίστρα και πίνει αχόρταγα το άδολο νερό. Σα δεν πήγαινε στο σπίτι ο Δημητράκης κατέβαινε εκείνη και τον έσμιγε. Κ' οι δυο τους νοιώθανε τον ίδιο πόθο. Τρέχανε στα βουνά και τους λόγγους σαν αγρίμια.

Βγάζει και τ' απλώνει όλα στην ακρογιαλιά κ' εκείνο κρύβεται με τη μπρατσέρα σ' ένα απόσκεπο λιμανάκι. Τάχα θα χορτάσουν τ' αχόρταγα στοιχειά με τις ασυνήθιστες προμήθειες; Την αυγή με το σύθαμπο κατεβαίνουν οι αράπηδες στην ακρογιαλιά, βλέπουν τα κρέατα και τα ψωμιά. Τα βλέπουν κ' ερωτούν ποιος τάχα να τα έστειλε; Βέβαια κάποιος που τρομάζει τ' όνομά τους, τρέμει στον ίσκιο τους.

Δι' αυτόν άλλως αι γυναίκες εκείναι δεν ήσαν όπως αι άλλαι, διότι ήσαν τούρκισσες. Αλλά και τα λαθραία βλέμματα τα οποία έρριπτε προς τας ομοθρήσκους του γυναίκας δεν ήσαν ολιγώτερον φλογερά και αχόρταγα. Και μία χήρα ώριμος, ήτις εδέχθη κατάστηθα ένα τοιούτον πιστολισμόν, ανετινάχθη: — Πώς ξανοίγει! φωτιές βγάνουνε τα μάτια του!

Έπειτα μέσα απ' το πηχτό το αίμας ροβολώντας και τα κουφάρια, παν γοργά ως στων Θρακών τους λόχους. 470 Αφτοί απ' τον κόπο αχόρταγα κοιμόντουσαν μ' ομπρός τους όλα γυρμένα κατά γης τα χάλκινα άρματά τους, σωστά, με τάξη, τρεις σειρές· κι' είχε ο καθένας δίπλα τα γλήγορά του τ' άλογα· κι' ο Ρήσος μες στη μέση κοιμούνταν, κι' είχε πρόχειρο τ' άσπρο εκειπά ζεβγάρι, δεμένο πίσω με λουριά απ' τ' αμαξιού το γύρο. 475

Όταν είδεν αυτό ο Δάφνης, αφίνοντας καταγίς το σουραύλι, την εκοίταζεν αχόρταγα από πάνω ως κάτου, επειδή δεν ντρέπονταν καθόλου τότε, και συνάμα σιγομιλούσε μονάχος του: — Πώς κοιμούνται τα μάτια της· πώς μοσκοβολάει το στόμα της· μήτε τα μήλα έτσι, μήτε τα θυμάρια.

Μερικά μπροστά· άλλα στώνα της πλάι· στάλλο της άλλα· ξοπίσω της άλλα. Την πολιόρκησαν στενά, σφιχτά την απόκλεισαν. Αχόρταγα την εκυτούσαν, εκπληχτικά την εθάμαζαν. Την εκαμάρωναν βλακίστικα, λαίμαργα την έβλεπαν. Όσο αφτή προχωρούσε στης λάμπας το φως αποκάτω, που την περίχυνε και την ελάμπρενε φανταχτερά, εκείνα πιο περίεργα τόρα, πιο χαζά και ξεχαημένα, ολοένα εζύγωναν.

— ... Τα σκουλήκια μαθές βγαίνουν να το φάνε, ξαναείπε δυνατώτερα ο Μπαρμπα-Νικόλας. Ανθρώπινα σκουλήκια. Αχόρταγα σκουλήκια. Όλο τρώνε κι' όλο πεινάνε. Του είχε ανεβή το αίμα να τον πνίξη. Δεν μπορούσε να βαστάξη. Κάθε φορά που περνούσε ο ΓεροΤρακοσάρης από τον καφενέ, του άναβαν τα αίματα. Το ήξεραν όλοι και δε μιλούσαν. «Ας βγάλη το άχτι του ο άνθρωπος. Με το δίκηο του...»

Εκείνος άνθρωπος του κόσμου, της ζωής, του ξεφαντώματος, νιος της ξενευρισμένης εποχής, εκείνος που δεν άφησε να μη δοκιμάση σταλαματιά, σταλαματιά τη ζωή παράφορα και την ηδονή αχόρταγα, κουρασμένος και ξασθενισμένος, φαίνουνταν πως είχε βρη ξαφνικά το γιατρικό της παραλυμένης ζωής του μέσα στην ερημική αυτή γωνιά της γις.

Έπεσε πάνω μου, ως θύελλα, κιάρχισε να με φιλά αχόρταγα κιατέλιωτα στο στόμα, στα μάγουλα, στα μαλλιά. Και τόσο μέσφιγγε στην αγκαλιά της, που θα πονούσα αν μάφηνε η ευτυχία μου να αισθανθώ πόνο. Έκανε σαν τρελλή και με κάθε φιλί μούλεγε και μια φράση πύρινη. Μια στιγμή μάλιστα, που μούδωκε στο στόμα ένα φιλί, αισθάνθηκα στα χείλη μου και μια ελαφρά δαγκωματιά.

Οι τρεις καθηγητές, σκυμμένοι τώρα στα χερόγραφά τους, διαβάζουν αχόρταγα σα να ρουφούν τ' αθάνατο νερό. Με το μολυβάκι τους σημειώνουν στο χαρτί καθετί που τους φαίνεται αξιοθύμητο. Πίσω τους στέκουν οι βιβλιοθήκες ορθές, σαν κατάδικοι πιστάγκωνα δεμένοι στους τοίχους. Απάνω στη μεσανή κάθεται σα Σφίγγα η γάτα του σπιτιού, βυθισμένη στο άγνωστο όνειρό της.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν