Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 24 Μαΐου 2025
Ο ήλιος το περνάει με της αχτίνες του, οι άνεμοι δε μπορούν να το σκίσουν. Θα πάω τη Βασίλισσα σ' ένα δωμάτιο όλο κρύσταλλο, στολισμένο με ρόδα, ολόλαμπρο κάθε πρωί σαν το φωτίζη ο ήλιος». Ο Βασιληάς και οι βαρώνοι του είπαν μεταξύ τους: «Να ένας τρελλός, που ξέρει και μιλάει με τέχνη». Είχε καθήσει σ' ένα χαλί και κύτταζε τρυφερά την Ιζόλδη.
Και είχε την τέχνη απάνω στην ξερή πραγματικότητα ν' απλώνη τη μεταξωτή σκέπη του ονείρου και κάτω από τ' όνειρο να θεμελιώνη ακλόνητα την ύλη της πραγματικότητος, τεχνίτης θαυμαστός όπως ο μέγας ήλιος που σύγκαιρα ιδανικεύει με τις αχτίνες του το πέτρινο βουνό και το ανεμόπλεχτο σύγνεφο.
Επάνω εις αυτόν τον θρόνον ήτον ένας θόλος, συνθεμένος από διαμάντια που έβγαναν αχτίνες λαμπρές, που μου εθάμπωσαν τους οφθαλμούς. Οπόταν ημείς ηθέλαμεν να πλησιάσωμεν εκεί, δύο όρνεα φοβερώτατα, που έστεκαν εις το έμβασμα του πύργου, ήλθαν κατεπάνω μας να μας κάμουν κομμάτια με τους όνυχάς τους· μα τα βόλια τα εμπόδισαν, ώστε που χωρίς αντίστασιν είδαμεν εκείνον που ήτον εις τον θόλον.
ΘΕΡΑΠΩΝ Απ' το μαντείο του θεού ο άνδρας της Κρεούσης είχε γυρίση, φέρνοντας το νέο το παιδί του, κ' ετοίμαζε για τους θεούς θυσίες και τραπέζι• ο Ξούθος τράβηξεν εκεί, στο μέρος όπου λάμπει του Διονύσου η φωτιά, να βάψη με θυσίες τον βράχο τον διπλόν εκεί για το παιδί που βρήκε, και είπε: γυιέ μου• τώρα εσύ μείνε στα μέρη ετούτα, και δείξε στους εργάτας μας πως της σκηνές θα στήσουν• κι' αν τύχη και αργήσω εγώ, να κάμης συ θυσία εις τους γεννήτορας θεούς, και κέρασε τους φίλους που θα βρεθούν εκεί• αυτός επήρε τα μοσχάρια κ' έφυγε• τότε το παιδί έστησε τη σκηνή του ασκέπαστη ένα γύρω της, κι' απάνω σε κολόνες, κι' από του ηλίου τη φωτιά να ήνε φυλαγμένη, που ούτε του μεσημεριού η αχτίνες να την πιάνουν, ούτε το ηλιοβασίλεμα• με μάκρος ενός πλέθρου την έφτιασε τετράγωνη• δέκα χιλιάδες πόδες, όπως το λένε οι σοφοί, είχε από κάτω πλάτος, γιατ' ήθελε στο δείπνο αυτό ολόκληρον να φέρη τον κόσμο πούνε στους Δελφούς• παίρνοντας δε ακόμα όσα υφάσματα ιερά στους θησαυρούς βρισκόνταν, που ήταν θάμα να τα ιδής, τ'άπλωσεν όλα κάτω• και πρώτα πέπλους έρριξε στη στέγην από πάνω που είχε του Διός ο γυιός, ο Ηρακλής, φερμένους, των Αμαζόνων λάφυρα, εις το θεό να αφήση.
Ο Δίας οχ τον ουρανό τον αστροστολισμένον, Και οχ της αχτίνες του ηλιού αιώνια φωτισμένον, Τους άλλους κράζει τους θεούς να ιδούν μια τέτια μάχη Που δεύτερή της άλλοτε αδύνατο να λάχη. 360 Τα δυνατά στρατέματα τους δείχνει, που σαν άλλοι Κενταύροι παραλλόκοτοι, και Γίγαντες μεγάλοι, Ατάραγοι στον πόλεμο τελείως δε δειλιάζουν, Μον το σημάδη καρτεράν· να χτυπηθούν κυττάζουν.
Ο ήλιος βασιλεύοντας κατάρραχα πορφυροβάφει με τις αχτίνες του στρωτό γυαλί τα νερά και καθρεφτίζει παράμορφα τα κουρέλια των πανιών, των άρμενων τα ξεσκλήδια, δίνει χαρά και θρίαμβο σε ψυχωμένα και άψυχα.
Ήταν ανήμερα Λαμπρή και η χώρα όλη έλαμπε κάτασπρη στου ήλιου τις αχτίνες, σαν μαρμαρόχτιστο αμφιθέατρο κ' εμοσχοβολούσε σαν εκκλησιά. Τρομπόνια εβροντούσαν κ' εβαρούσαν παιγνίδια κ' έπαιζε ρουμπίνι στο ποτήρι το κρασί κ' έλαμπαν στα χέρια κατακόκκινα τ' αυγά κ' έτρεμε το «Χριστός Ανέστη» σε κοραλλένια χείλη.
Όλα αυτά ύψωσαν μέσα στην ψυχήν μου ένα θρόνο ξεχωριστό, καμωμένο από αχτίνες φωτεινές κι' από τρυφερότητα κι' από στοργή πατέρα, που μέσα εις την τρέλλα της ζωής της ψεύτικης και μέσα στων φρικτών οργίων την κούρασι και την εξάντλησι και την αηδία μούδιδε πάντα την ελπίδα μιας ζωής που θάμοιαζεν ανάστασι... Μ α ρ ί α. Που με το σκάνδαλο το φοβερό εκείνο έσβυσε, εχάθηκε.
Γύρω μας και γύρω στ' άλλα τέρατα που δεν έπαυαν να βρυχώνται και να βογγούν με απελπιστικήν επιμονή και στην Ανατολή αντίκρυ έστεκεν η ομίχλη βαρυθεμέλιωτη, κρύα, σκοταδερή, αέρινος Καύκασος σαν να μας είχε πείσμα. Μόνον δυο τρεις φορές οι αχτίνες του ήλιου ελόγχισαν με δύναμι τ' αδυνατώτερα μέρη κ' έδειξαν ολόγυρα τη φυλακή μας ασημοχρύσωτο κρύσταλλο.
Αγάλματα θεών, αντριάντες ηρώων, προτομές σοφών, κάθονται βαρειά εμπρός στα σκαλοπάτια του παλατιού ή λάμπουν σαν αχτίνες κάτου από τις πρασινάδες του κήπου. Όταν το πρωτόχτισαν οι Ευμορφόπουλοι σύναξαν από το παλιό κάθε μαρμαρένιο και χρυσό και προύτζινο στολίδι που ικανοποιούσε την καλαισθησία και την ξυππασιά τους.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν