Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 23 Μαΐου 2025
Είπε, και σ' όλους έβαλε απόφαση και θάρρος. 500 Και σα λιοντάρια οι λόχοι εφτύς ορμούν ζωντανοφάγα 592 ίσια στα πλοία, κι' έκαναν τους ορισμούς του Δία, π' όλο τους λύσσαε, μα άρπαζε τη νίκη απ' τους Αργίτες και την αντριά τους χάβνωνε, μα πύρωνε τους Τρώες. 595 Γιατί είταν πάντα ο πόθος του οι Τρώες να νικήσουν κι' άσβυστη ο Έχτορας φωτιά θεόκαφτη να βάλει στα πλοία, κ' έτσι να γενεί της Θέτης η κατάρα. 598 Κι' αφτός σαν Άρης φρένιαζε, σα φλόγα λες ρημάχτρα 605 που σε βουνήσας λαγκαδιάς λυσσομανάει την πύκνα, κι' έχυνε αφρούς το στόμα του και σπίθιζαν τα μάτια κάτου απ' τα φρύδια τα σμιχτά, κι' ενώ πολέμαε αχούσε με φρίκη στα μηλίγγια του ζερβόδεξα το κράνος. 609 Κι' έτσι τους πέφτει όπως ορμάει σε τρεχαντήρι κύμα ανεμοθέριεφτο άρπαγο, και χάνεται το πλοίο 625 όλο μες σε νερά κι' αφρούς, και στα πανιά μουγκρίζει σκιαχτό το σιφουνόφυλλο, κι' οι νάφτες καρδιοτρέμουν, τι λεν θαν τους ρουφήξει εφτύς η μάβρη καταβόθρα. 628
Τότε απαντά ο πολύπειρος και θεϊκός Δυσσέας «Τ' Ατρέα ξακουσμένε γιε, πρωτάρχοντα Αγαμέμνο, όχι, δε θέλει το θυμό να σβύσει, μον πιο ακόμα αφρίζει και περιφρονάει τα δώρα σου κι' εσένα. Μόνος σου — χαιρετίσματα σου στέλνει — να κοιτάξεις 680 πώς να γλυτώσεις το στρατό και τα γοργά καράβια, και φοβερίζει πως αφτός στη θάλασσα, άμα φέξει, θα ρήξει τα καλόθρονα καράβια και θα φύγει.
Ποτήρι φύλαε μέσα εκεί καλόφτιαστο, π' ούτ' άντρας 225 μ' αφτά άλλος έπινε κρασί, μήτ' έπιανε να στάξει αλλού θεού ποτές του εξόν του Δία του πατέρα. Το πήρε τότε απ' το κουτί, το πάστρεψε με θιάφι πρώτα, και τόπλυνε έπειτα μ' αγνό νερό οχ τη βρύση. Κατόπι νίβοντας κι' αφτός τα χέρια, το γιομίζει 230 μάβρο κρασί, και στέκεται μες στης αβλής τη μέση.
Οι πεζογράφοι μας τάχατις δεν έχουν αξία καμιά; Του Δροσίνη τα παραμυθάκια δεν είναι σαν την αβγή δροσάτα; Την Αμαρυλλίδα τι την κάμνουμε; Αφτός ο Δροσίνης ένα λάττωμα, ένα κακό έχει. Τίποτις πια δε γράφει, προτιμά να γράφουν οι άλλοι κι ο ίδιος να σκοτώνεται να τα δημοσιέβη. Μα ένα του στίχο να διής, αμέσως φαίνεται τα παλληκάρι. Δεν του φτάνει που έχει μέσα του ποίηση· θέλει και την τέχνη.
Και πειδής έγραψα και γω κάτι μια μέρα για το Θάνατο Παλληκαριού και το είπα πως είταν αριστούργημα, και πειδής το λέω και το ξαναλέω πως ο Παλαμάς είναι ο ποιητής μας, είναι το διαμάντι και το καμάρι μας, την έπαθε άσκημη σήμερις κι ο Παλαμάς, γιατί κι αφτός τι δεν ακούει; Φτάνει κανείς δυο αράδες να διαβάση, να καταλάβη από το μίσος κι από τη λύσσα, πως είναι όλα και πάντα προσωπικά.
Τότες απ' το Διομήδη πριν κανείς, κιας είταν τόσοι, δεν είπε ομπρός πως τράβηξε με τ' άφταστα άλογά του, πως το χαντάκι διάβηκε κι' αρχίνησε πελέκι, 255 Μον Τρώα αφτός πολύ πιο πριν σκοτώνει, τον Αγέλα, το γιο του Φράδμου. Τ' άλογα γυρνούσε αφτός να φύγει· σαν έστριψε όμως, τούμπηξε ανάμεσα στους διο ώμους — στην πλάτη — τ' όπλο, κι' αντικρύ τού τόβγαλε ως τα στήθια.
Αφτός τρεις πίσωθε φορές τον έπιασε απ' τα πόδια 155 ναν τον τραβήξει θέλοντας κι' έκραζε ομπρός! στους Τρώες και τρεις φορές οι Αίιδες, ψημένοι μαχητάδες, τόνε βαρούνε απ' το νεκρό.
Τώρα, πώς χάθηκε το ουκ στην κοινή και γιατί χάθηκε, έχει το λόγο του· κάθε πράμα, που χάνεται σ' αφτό τον κόσμο, δε χάνεται χωρίς το λόγο του· εμείς συχνοτυχαίνει να μην τον ξέρουμε· μα τι πειράζει; Αφτός υπάρχει. Όλα στη γλώσσα μας έχουνε τον ιστορικό τους το λόγο, έχουνε τη σειρά τους.
Κι' αφτός δε χόρταινε να σφάζει, κι' έβαφε μ' αίμας μελανό τ' αζύγωτά του χέρια.
Λες κ' είχε βαρεθή πια κι αφτός τη μοναξή κι άδοξη ζωή του, εβάσταε με αγωνιά στους γέρικούς του ώμους τα ρειπωμένα τα μπεντένια του, που εφάνταζαν απόμακρα ξέθωρα και θαμπά σα γέρικες σαγονιές ξεδοντιασμένες. Τα μαβρισμένα στην πολυκαιρία τα τειχιά του έγερναν φουσκωμένα καταόξω, λες κ' εκουφαναστέναζαν κάτου από το βάρος τω χρόνων και την παντοτεινή τους καταφρόνια.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν