Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 26 Μαΐου 2025
Τα βιολιά που τσιρίζανε λούφαξαν. Ο χορός σταμάτησε Ο Νίκος τινάχτηκε απάνω κι ώρμησε μέσα στο σωρό να βρη τη Λιόλια.
Μετά λίγη ώρα η συνοδιά κατέβαινε στο λιμάνι, κ' οι Κρητικοπούλες που φορτωθήκανε στο τρικάταρτο το καράβι δεν ξανακούστηκαν πια με τα χαριτωμένα τους τα ονόματα. Ξεκινώντας την άλλη μέρα το πλοίο, κοίταζαν οι κοπέλλες το κορμί της αρχοντοπούλας απάνω στα κύματα δεμένο μαζί με τον αδερφό της το Ζανουλάκη.
Προς τι τ’ αστέρια τ’ ουρανού, ο ήλιος το φεγγάρι, Τα δάση απάνω στα βουνά, τα λούλουδα στους κάμπους, Αν μάτια δεν υπάρχουνε μ’ αγάπη να τα βλέπουν; Προ τι τ’ αηδονολάλημα, κι’ ό, τι λογής τραγούδι, Αν δεν υπάρχη η ακοή γλυκά να τ’ απολάψη; Προς τι το γάργαρο νερό της δροσερής βρυσούλας, Αν δεν υπάρχη για να πιή το διψασμένο στόμα; Προ τι τα τριαντάφυλλα τα μύρα της Ασίας, Αν δεν υπάρχη άνθρωπος την ευωδιά να παίρνη; Προς τι τα νειάτα τα γλυκά και τ’ άρρητά σου κάλλη; Αν ένας νιος δεν τα χαρή, σαν το λεβέντη Γιάννο; Κι’ η Μάρω βαρυοστέναξε, πο την καρδιά της μέσα Και λέγει στην αρχόντισσα, και λέει στην προξενήτρα : —Ό, τι κι’ αν σου είπα, αρχόντισσα, είναι καθάρια αλήθεια.
Με το αλαφρό μου φόρτωμα στην αγκαλιά κατεβαίνω σιγά τους βράχους κι όταν γυρίζω βλέπω εκεί απάνω το σκοτεινό ίσκιο της γυναικός μου. Κάθεται, όπως καθότανε ο Σβεν πρωτήτερα, και τα μάτια της κοιτάζουνε στο σημείο, όπου βασιλεύει ο ήλιος κι όπου έχουνε σβήσει οι τελευταίες ρόδινες φλόγες.
Ο Γκορνεβάλης και οι εκατό ιππότες θρηνούσαν από τέσσερες ημέρες που έχασαν τον Τριστάνο. Και πολύ χάρηκαν με την παραγγελία του. Ένας-ένας, στην αίθουσα όπου άρχιζαν να μαζεύονται αναρίθμητοι οι βαρώνοι της Ιρλανδίας, μπήκαν και κάθησαν γραμμή στην ίδια σειρά. Και τα πολύτιμα πετράδια λαμποκοπούσαν απάνω στα πλούσια πορφυρά ενδύματά τους, τα μεταξωτά και βελουδένια.
«Καβάλλα απάνω σ' ένα γερό, ώμορφο και ψηλό άλογο, και κουκουλωμένος με μια μεγάλη καππότα, έμπαινα με μεγάλη χαρά στα πολυπόθητα σύνορα του χωριού μου, ύστερα από νυχτοπερπάτημα δέκα πέντε ωρών, δρόμο δέκα πέντε μερών και ξενιτειά δέκα πέντε χρονών, μακρυά, πολύ μακρυά, σε ξένα σύνορα και σε ξένα βασίλεια....
Έκοψε τα δέντρα, ξερρίζωσε τους θάμνους, έβγαλε την πόρτα του φράχτη και την έρριξε απάνω στη βάρκα. Κι αφού κύλησε τις πέτρες της σκάλας στη θάλασσα και κατάστρεψε έτσι και την αποβάθρα, έφυγε από το νησί ευχαριστημένος πως ο εχτρός του δεν είχε να κερδίση τίποτε. Γι' αυτά μιλούσαμε, όμως όλη την ώρα η δική μας απογοήτεψη παραφύλαγε πίσω από τα λόγια μας κ' η Έλσα έτρεμε.
Κι' αλλούθε το Λιοντάρι Στο δρόμον απαντάει, Οπού θροφή κι' εκείνο Πηγαίνοντας ζητάει· Παράμερά τους βλέπουν Στον ίδιον τον καιρό Σε σιάδι να μουλόνη Λαγόν τρανόν, χοντρό· Κι' ως ήταν πεινασμένα Δεν άργησαν στιμή Να στρίψουν, να χυμήσουν Απάνω του μ' ορμή.
— Τι λέει, τι λέει; ξεφωνίζει άξαφνα η γριά. Παίρνω κομμάτι χαρτί και μολυβοκόντυλο, τους λέγω να συχάσουν, κι αρχίζω και σημειώνω· «.... Μωρέ Γιάνη, πάμε, να βρούμε φωλιές; ξεπετάκια κοτσύφια να πιάσουμε, στο κλουβί να τα βάλουμε; τάκουσες πώς κελαϊδούνε στου Μπάρμπα Λεφτέρη; Εκεί, εκεί απάνω κατά τις σκάλες, μέσα στα κατάπηχτα τα κλωνιά.
Εγέννησε το παιδί, το εβύζασε, το ετύλιξε με το σάλι και το απίθωσε στη φάτνη απάνω στ' άχυρα να κοιμηθή. Σε λίγο ο ανασασμός έβγαινεν από το στηθάκι του ήσυχος, σαν ανασασμός ενός βαλσαμόδεντρου. Γύρω το σκοτάδι απλωνόταν πίσσα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν