United States or Uganda ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αν γράφτηκε εκεί κάτου να σκοτωθώ, ώρα μου καλή! Εφτύς το λάζο ας πιάσει 225 κι' ας με τελιώσει ο Αχιλιάς, σαν πάρω το παιδί μου στην αγκαλιά μου κι' ο πικρός χορτάσω μοιρολόγι

Απ' εκεί σωροί, σωροί από γυναίκες, και κορίτσια, τους έσφιγγαν στην αγκαλιά τους, τους έβρεχαν με τα δάκρια τους, τους χαμογελούσαν τους έδιναν παραγγελιές κι ορμήνιες φιλιά και πάλι φιλιά.

«Ύστερα από το σκύλλο, κατάφτασε η μάννα μου κουτσά-κουτσά, από τα γερατειά, ξεσκούφωτη από τη χαρά της, και με τα μάτια γεμάτα δάκρυα, άγια δάκρυα μητρικά· τρίτη κατάφτασε η θυγατέρα μου, κορίτσι ώμορφο, γερό και ασπροκόκκινο, με δύο μεγάλα-μεγάλα και μαύρα-μαύρα μάτια, που βρίσκονταν στο σύνορο της ηλικίας του παιδιού και της νύφης· τέταρτη κατάφτασε η αδερφή μου με τον άντρα της και τα παιδιά της, που έβλεπα για πρώτη φορά, και σα να είμουν άψυχο πράμμα, μ' άρπαξαν στην αγκαλιά τους, και μ' έφεραν και μ' απόθεσαν μέσα στον καλό τον οντά.

Μέσφιγγε στην αγκαλιά της και τα κόκαλα της τρίζανε. Με φιλούσε και τα χείλη της ήσαν κρύα· συνάμα η πνοή της μύριζε λιβάνι. Έπειτα την έπιασε τρομερός βήχας κοι πνοές της έπεφταν υγρές στο πρόσωπό μου. Σε λίγο είδα ναναβλύζη αίμα με το βήξιμο από το παθιασμένο στήθος της κέβαψε κόκκινα τα χείλη της. Και σαυτό το ματωμένο στόμα σχηματιζόταν ένα φρικτό χαμόγελο.

Κ' επιάσθηκε η κατάρα, κ' ήρθε η λυγερή Με ξανοιγμένους κόρφους, μ' απλωτά μαλλιά, Κι' ολοβροντά την πόρτα σαν θεότρελλη. Τ' αρρώστου η μάν' ανοίγει· κ' η θεότρελλη 'Στήν αγκαλιά του πέφτει και φιλεί και κλαίει. Έγειανε ο νηός, κ' η κόρη πήρε πληρωμή Καθάριο δαχτυλίδι κι' όλο μάλαμμα. Η ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΡΑ ΚΙ' Ο ΒΑΣΙΛΗΑΣ κ. Γ. Δροσίνη. Μια λυγερήτον αργαλειό υφαίνει τα προικιά της.

Η πλάσι » Εύρε την ησυχία της, » Εύρε τον γλυκόν ύπνο.» « Ενόσω 'ζούσα, ποιος γονιός » Έχαιρε τα παιδιά του; » Από ποιο σπήτι μπόρεγε » Ν' ακούεται τραγούδι; » Ποιόν είδα και δε 'μάρανα; » Και το μικρό λουλούδι! » Ποιος νειός είδετην αγκαλιά » Την αγαπητικιά του

Την έσφιγξε εις την αγκαλιά της και με ένα φίλημα την έκαμε πάλιν κοριτσάκι. Το φοβερό ζώον ετρόμαξε τόσον, ώστε επέταξε μακρυά και εχάθη. Η Ανθούλα από την συγκίνησίν της εξύπνησε. Με προθυμίαν την ημέραν εκείνην η Ανθούλα επήγεν εις το σχολείον, η χαρά της ήτο μεγάλη, διότι ξαναεύρισκε εκεί τας συμμαθήτριας της.

Θανάση, σχώρεσέ μας. — Εσείς μ' εμέ, κ' εγώ με σάς... Συχωρεμένοι νάσθε. — Όσοι είστε ακόμα ζωντανοί, ελάτε ολόγυρά μου ... Φωνάζει ο Διάκος, κ' έρχονται... Δε μένουν παρά δέκα. Ο ήλιος στέκει για να ιδή. Κάδε στιγμή πού φεύγει Τους έσφιγγε στενά στενάτην αγκαλιά του ο Χάρος.

Φαντάζεσθε την απελπισία του δυστυχισμένου βοσκού! Είναι θανάσιμος η θλίψις του· του είναι αδύνατο να τη φαντασθή στην αγκαλιά ενός άλλου. Ο απελπισμένος έρως του τον κάνει να βρη τρόπο να πάη στο σπίτι της βοσκοπούλας, για να πεισθή αν τον αγαπά και για να του πη τι απόφασι πρέπει να πάρη.

Ολομόναχος θα ήτον, αν δεν εβαστούσε στην αγκαλιά του μία μικρή κορασίδα. — Τον είδες από σιμά; — Όπως σας βλέπω, αφέντη. — Εκείνος σε είδε; — Θα με είδε. — Και δεν του ωμίλησες; — Εφοβήθηκα, αφέντη. — Τι εφοβήθηκες; — Μου φάνηκε σαν έξω απ' εδώ, αφέντη. — Και έφυγεν απ' εκεί; — Έφυγε. — Τον είδες πού διευθύνετο; — Τον είδα. — Ώστε ειξεύρεις τώρα πού είνε; — Δεν ξέρω, αφέντη.