United States or Andorra ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όντας με βλέπης μη προγγάς, κρίνε μου όντας σου κρένω Και γέλα μ' όντας σου γελώ, κι' όντας απλώνω χέρι Γείρε μου εσύτην αγκαλιά, δος μου τα δυο σου αχείλη. Τ' άκουσα που το τραγουδούν απάνουτα λουμάκια Του λόγγου τ' άγρια πουλιά πώς αγαπά η καρδιά σου, Πως διάλεξε αγαπητικόν τον δράκοντα τον Ήλιο.

Μα εγώ τον έσωσα από κει και τόνε πήγα πίσω στερνά από τόσα βάσανα στ' αλογοθρόφο τ' Άργος. 30 Λείψε απ' τις διαβολιές λοιπόν, μη σ' τα θυμίσω πάλι και δεις αν βγάζεις τίποτα από φιλιά κι' αγάπες, πούρθες κλεφτά και μούπεσες στην αγκαλιά μ' απάτη

Τότε κατελθών απέστειλε την φιάλην της ζαμάικας προς τους ναύτας ταυ «να ξαποστάσουν», αποφασίσας αυτός τέλος να κοιμηθή «αγκαλιά με την λύπην του», αδυνατών «ν' αγρυπνήση» με τον φαιδρόν των ναυτών του κύκλον.

Με πέντε λεπτά τα χορταίνεις σε κάθε εφημερίδα. — Με τη διαφορά, απήντησεν αποτόμως, ότι ηκολούθησαν της κόρης μου, και δεν είνε για μένα το ίδιο. Την εφύλαγαν εκεί κοντά εις το τμήμα της Βάθειας. Έτρεξα να την σηκώσω στην αγκαλιά μου και να την πάω της μάννας της.

Με τες χρυσές αχτίδες σου δείξε μου μιαν ημέρα Τον νιον αυτόν τον θεριστή, που τραγουδάει την νύχτα, Να τον γνωρίσω, να τον 'δώ' διάνεμμα να του κάμω Την νύχτα να μη τραγουδάη, 'ς τον κάμπο να μη βγαίνη, Νάρχεται με του φεγγαριού τ' απόσκιατην αυλή μου Να τον χορταίνω φίλημα, να τον χορταίνω αγκάλια Αφιερώνεταιτον αγαπημένον μου κ. Κ. Καζαντζήν.

Είχα πάρει, — θυμάμαι σαν τώρα — , το τραγούδι που λέει, πως ένα παλληκάρι γυρνώντας νύχτ' από τον πόλεμο που πολεμούσε κι από τη βίγλα που φύλαε, έπεσε να βρη λίγον ύπνο στην αγκαλιά της αγάπης του, κι αυτή μόλις χάραξε η ανατολή κι άρχεψαν τους κελαϊδισμούς η πέρδικες και τ' αηδόνια, του φώναζε να τον ξυπνίση, ν' αγκαλιάση το κυπαρισσένιο της το κορμί και να φιλήση τον αμάλαγο κόρφο της και τον παρθενικό λαιμό, πούτον άσπρος σα χιόνι και δροσερός σαν το κρυόνερο πώρχεται από τα κορφοβούνια.

Έπειτα καθότανε με τα μικρόν στην αγκαλιά κι ονειρευότανε τον καιρό που είταν ακόμα πολύ μικρός και τονέ βύζαινε. Κι όταν τέλος τον έβαζε στο κρεββάτι, δεν ήθελε ποτέ να κάμη την προσευχή του. Εύρισκε χίλια μέσα να μην αφίνη τη μαμά να φύγη. Όταν όμως τέλειωνε την προσευκή, αγκάλιαζε τη μαμά και της ψιθύριζε: — Είναι τόσο ωραία, σα με βάζης εσύ στο κρεββάτι. Γιατί εσύ δε με πιάνεις ποτέ τραχιά.

Με πόση όρεξη θάπεφτε στην αγκαλιά τόμορφου και του καλού αυτού νιου, που ξέρει τόσα όμορφα πράμματα, που λέει τόσα έξυπνα λογάκια, που γνώρισε του κόσμου όλα τα καλά κι όλα τα ξεφαντώματα, για να την φέρη πέρα, πέρα στον άγνωστο μεγάλο κόσμο, να δη και να γνωρίση τα μάγια καινούργιας ζωής, του κόσμου τις χαρές και τις τρέλλες.

Ο τυφλός Δάνδολος με ξεμωραμένου επιθυμία, έκλεισε στην άσαρκη αγκαλιά την άσπιλη παρθένα μας· εμάρανε τα ρόδα του προσώπου της με το βδελυρό του χνώτο· ερρούφηξε το τρισάγιο αίμα της με τα σαλιαριστά φιλήματά του. Εννιακοσίων χρόνων ένδοξη ζωή την έσβυσεν αυτός μ' ένα του σφιχταγκάλιασμα.

Κι' αφού με λάδι τρίφτηκαν, λουσμένοι και τριμένοι καθήσανε ψωμί να φαν, και της θεάς μοσκάτο στάζουν κρασί που κένωσαν γιομάτη από κροντήρα. Κι' απ' του λεβέντη Τιθωνού την αγκαλιά η Αβγούλα σηκώνουνταν να φέρει φως σ' όλους, θεούς κι' αθρώπους· κι' έστειλε ο Δίας στα γοργά καράβια την Αμάχη φριχτή, που πολεμόσκιαχτρο στα χέρια της βαστούσε.