Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 24 Μαΐου 2025
Ήτονε παχύς, αλλ' η κιτρινάδα τον προσώπου του μαρτυρούσε πως το πάχος τον ήτον αρρωστιάρικο. Στο βλέμμα του το άτονο και θολό φαινότανε κούραση, αλλ' η κούραση του βέβαια δεν ήτον από εργασία. Είχεν όμως στιγμές που σαυτά τα ψόφια μάτια άναβε φοβερή φλόγα ο θυμός κη τυραννική παραφροσύνη.
Το ξέρω!-ξαναφώναξε πιο δυνατά η Λιόλια με τρόμο κι άρχισε να ταράζη σύσσωμη. . . μου τόπε η νεκρή ! μου τόπε. . μου τόπε!-το κεράκι του!. . το ρούφηξε. . . . . Και το παιδί μ' ένα μικρό σπασμό ξεψύχισε-κ' η Λιόλια λιγοθύμησε. . . Όταν ήρθε ο Νίκος, πιο ύστερα, έπεσε η Λιόλια απάνω του κλαίγοντας κ' έμεινε πολλήν ώρα με το κεφάλι κρυμμένο στο στήθος του. . με τα δυο της τα χέρια του ψηλαφούσε το κεφάλι του, τους ώμους του-λες κ’ ήθελε να βεβαιώση πως ήτονε ζωντανός αυτός τουλάχιστο, αυτός ο μόνος θησαυρός της!. . . Κι ο Νίκος με βουρκωμένα μάτια της χάδευε τα μαλλιά. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Μέσα σ' ένα δισκάκι, στρωμένο με μια πετσέτα άσπρη χιόνι μαζί με δυο πορτοκάλια που τους είχαν μπηγμένα μοσχοκάρφια, μ’ ένα στεφανάκι από λουλουδάκια κέρινα ολόγυρα στο κερένιο κεφαλάκι με τα κόκκινα μεταξωτά μαλλάκια, την πήγαν την άλλη μέρα την Κερένια Κούκλα να την παραχώσουν.
Χρυσός άνθρωπος ωστόσο αυτή η Κερά-Δημήτραινα ! Μόλις άκουσε για τη Βεργινία, τάφησ’ όλα σύξυλα, μόλο που τώρα δα ήτονε φερμένη πούχε πεταχτή λιγάκι στης αδελφής της να τα πουν ένα χεράκι, κ’ έτρεξε να κάτση κοντά της και να τη συντροφέψη, την αδικημένη την ψυχή. Τι σούλεγα, Βεργινία μου, πως τους φίλους σου δεν τους ηξέρεις κι ούτε και τους οχτρούς σου!
Ήταν αλήθεια λίγο αψηλά τα σκαλοπάτια, μα τόσο λαχάνιασμα πάλι! . . Κι ολοένα ανεβοκατέβαινε απ’ την αυλή στην κουζίνα κι από την κουζίνα στην αυλή για να ξεπλύνη το μπρίκι τον καφφέ και τα κουταλάκια της, για να τρίψη την κατσαρόλα της, σαν απότρωγαν αυτή κι ο άντρας της, κάτω από τη βρύση που δεν έπαυε να στάζη- γιατ' ήτονε χαλασμένος ο σωλήνας.
Κ' η Λιόλια το κρατούσε στην αγκαλιά της ολημέρα: κι αλήθεια σαν κούκλα ήτονε μέσα στα χέρια της που κι αυτή κοριτσάκι ήτον ακόμα κ' έδειχνε σαν κοριτσάκι πούπαιζε κ' έκανε τη μητέρα. . . Και την έσφιγγε η Λιόλια που δεν έπαιζε ποτέ της κούκλες την κερένια της την κούκλα μ' όλο το πάθος που αισθάνονται τα κοριτσάκια για τις μεγάλες κούκλες τους.
ΛΟΓ. Και δη σου μεν εξετάζοντος μαθείς την αλήθειαν, εγώ σοι ταύτα πάντα αληθώς φράζω, ίνα ποιήσης ο βούλεσαι. ΓΡΑΜ. Εβαρβάρισες. ΑΣΤ. Και δεν κατάλαβεν αν ήτονε κάζω πενσάτο;
Η κάσσα της Βεργινίας πήγαινε τον ανήφορο μπροστά, ξέμακρα απ’ τη συνοδεία. . ο άνεμος της ξεμάλλιαζε τα κόκκινα μαλλιά της. . η σκόνη πηδούσε χούφτες χούφτες στο νεκρό της πρόσωπο και της το φιλούσε. . η φωνή του ψάλτη με το'να μάτι έκανε δρόμο για τον ερχομό της. . . Ως που να πάνε στην εκκλησιά του Νεκροταφείου τα μάτια του Νίκου είχανε στεγνώσει-γιατί τον κύτταζαν κ' οι γυναίκες!... -Τo καημένο το παιδί ! έλεγε μια γριά μ’ ένα μαντήλι στο κεφάλι σε μια χοντρή μεσόκοπη-άτυχο που ήτονε να πάρη άρρωστη γυναίκα- παιδί πράμα! -Αμ τούχε ριχτή αυτή-Θεός σχωρέσ’ την ψυχή της !. . κι απέ αυτός δεν τόχε σκοπό για στεφάνι• τονέ μπλέξανε βλέπεις τον άνθρωπο. . αυτή φαινόταν από παντοτεινά φιλάρρωστη.
Η θεια Ελέγκω έστειλε και πήρε απ’ το μπακάλη λίγες ελιές και ταραμά, σα σαρακοστή που ήτονε, να φάνε. . μα δεν άγγιξε η Λιόλια.
Σε καλό σόι τον έρριξε ο κύρης του. Για την Πηγή ελέγανε πως ήτονε καλόγνωμη, μα — ο Θεός να με συχωρέση — δεν μπορούσε παρά να μοιάζη λιγάκι με τον πατέρα και τον αδελφόν της. Από τούτο το κηπούλι είν' και τούτο το μαρούλι. Δεν έκαμε φρόνιμα ο Σαϊτονικολής να πάη να ρίξη το παιδί του σε μια τέτοια χοιρογενιά.
Ο Σαϊτονικολής όμως εφοβήθη ότι συνέβη τίποτε κακόν, ότι ζωοκλέπται ίσως επέδραμον εις την μάνδραν, και τον ηρώτησε με ανησυχίαν πως ήτονε κεκατέβηκε. — Ήρθα να σαςε 'δώ, απήντησεν απλώς ο Μανώλης. Αλλ' αφού εκάθησεν εις την σκοτεινοτέραν γωνίαν του σπιτιού, ως συνήθιζεν, είπε κάτι τι καταπληκτικόν: — Θα κάτσω κεγώ στο χωριό δυο τρεις μέρες. Όλο στα βουνά θα ζω, σαν αγρίμι;
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν