Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 12 Ιουλίου 2025
Ο γραμματικός μου εκατόρθωσε να κρατήση τον «Ταξιάρχη» κ' έπεσα μέσα. Σοβράνο ήρθα στο μπαρκομπέστια του καπετάν Τραγούδα για να πιάσω τη γραμμή μου. Αλλά βλέπω εκεί με μεγάλη ταραχή. Ναύτες έτρεχαν, βάρκες έρριχναν στη θάλασσα, φωνές — κακό σαν να εβούλιαζεν άξαφνα το πλεούμενο. Ο καπετάνιος ορθός στο κάσαρο, ξεσκούφωτος, κατακόκκινος εβλαστημούσε κ έβριζε κινώντας τα χέρια σαν φτερωτές.
Τι έκαμα τότες, δεν ξέρω· πρέπει νάπεσα κάτω ξερός· Πρέπει νάμεινα εκεί πολλήν ώρα στα σκοτεινά. Σαν ήρθα στο νου μου, τρομερή ησυχία σ' εκείνο το μέρος! Το μεγάλο το κακό είταν τώρα κατά το χωριό. Από κει έβγαιναν οι φλόγες, από κει ήρχουνταν τα μουγκρητά των θεριών. Κάθισα να συλλογιστώ αν είταν αλήθεια, αν ονειρευούμουν, αν είμουν τρελλός. Φώναζα τη Χριστίνα, την ξαναφώναζα.
Τότε απαντά η θεά Αθήνα, του Δία η θυγατέρα «Ναι έτσι, προφυλαχτή, ας γένει, και με την ίδια γνώμη ήρθα κι' εγώ οχ τον Έλυμπο κατά τα διο τα' ασκέρια. 35 Μον έλα, πώς τον πόλεμο σκοπέβεις ναν τους πάψεις;»
Κρασί χρειάζουμαι· — μα χτες και προχτές ετρύγησες. Λύκος μ' εκυνηγούσε· — και που είναι οι πατημασιές του λύκου; Ήρθα να κυνηγήσω τα πουλιά· — γιατί λοιπόν αφού κυνήγησες δε φεύγεις; Να ιδώ τη Χλόη θέλω· — μα ποιος το λέει έτσι φανερά στον πατέρα και τη μάννα κόρης; Ο φταίχτης δα παντού σωπαίνει· κι από όλα τούτα τίποτε δεν είναι δίχως υποψία. Καλύτερα λοιπόν να σωπαίνω.
Η Νοέμι τον ακολούθησε με την πετσέτα στο χέρι. «Ναι, ήρθα από την Τερανόβα. Τι δρόμος! Πετάει κανείς! Ναι, πρέπει να πέρασα μπροστά από την εκκλησία, αλλά δεν πήρα είδηση για το πανηγύρι. Ναι, το χωριό μοιάζει ερημικό. Είναι πολύ ξεπεσμένο, ναι….» Απαντούσε ναι σε όλες τις ερωτήσεις της Νοέμι, αλλά έδειχνε πολύ αφηρημένος. «Γιατί δεν έγραψα; Μετά το γράμμα της θείας Έστερ ήμουν αβέβαιος.
Και θέλετε, Τριστάνε, να ζητήσω εγώ από το Βασιληά να σε συχωρέση; Αλλ' αν ήξερε μοναχά, ότι ήρθα κάτω απ' αυτό το πεύκο, θάρριχνε αύριο τη στάχτη μου στους τέσσερες ανέμους!» Ο Τριστάνος είπε θρηνώντας: — Α! ωραίε θείε! λένε ότι «κανείς δεν είναι παληάνθρωπος, αν δεν κάνη παληανθρωπιές». Μα σε ποία καρδιά μπόρεσε να γεννηθή τέτοια υποψία!
Ήρθα, μα δε σε βρίσκω τώρα εκεί που στεκόσουν μεγάλο, θεριωμένο· δε σ' έχει κάτω η μπόρα σωριασμένο και τ' ουρανού δε σ' έκαψε η οργή. Μόνο η πεζή ζωή σ' έχει γκρεμίσει, σ' έριξε άπληστος χάμω χωρικός, εκεί που ο θόλος σου άπλωνε ισκιερός πιο περίσσιο σιτάρι να θερίση.
Ακούστε πώς προλαμβάνει και ειδοποιεί τον φίλο της: «Άρχοντα Τριστάνε, τι τόλμη πήρατε; Να με τραβήχτε τέτοια ώρα σ' αυτό το μέρος; Χίλιες φορές μ' έχετε προσκαλέσει για να με ικετεύσετε, λέγατε. Τι να με ικετεύσετε; Τι περιμένετε από μένα; Επί τέλους ήρθα: γιατί, δε μπορώ να το λησμονήσω, ως Βασίλισσα είχα αυτήν την υποχρέωσι. Να με λοιπόν. Τι θέλετε;
Εγώ ήρθα ξαργούγια να σε σηκώσω ταχιά το πουρνό, να σε πάω στον ·Άι-Λια, να σε μεταλάβω, κορίτσι μου . . . — Κ' εμένα, κ' εμένα! έκραξεν ο Μανώλης. — Κ' εσένα, μικρέ μου . . . — Θα έχη λειτουργιά αύριο στον Άι-Λια; ηρώτησε λησμονήσασα προς στιγμήν την ανησυχίαν της η Αφέντρα.
Χθες επειδή δεν είχα τίποτε άλλο να σου δώσω να φας, σου έρριξα κάτι κουκιά που είχα όταν ήρθα και συ τα πήρες και τάφαγες χωρίς να διστάσης• ώστε ή ψέμματα λες ή είσαι ο Πυθαγόρας και έκαμες την παρανομίαν να φας κουκιά, πράγμα το οποίον, σύμφωνα με όσα εδίδασκες, είνε ως να έφαες το κεφάλι του πατέρα σου.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν