Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 12 Ιουλίου 2025
Μα τώρα εγώ κανένα τους δε βλέπω να προβάλλει, 475 μόνε ζαρώνουν σα σκυλιά τριγύρω σε λιοντάρι, κι' εδώ όλοι εμείς, όσοι είμαστε βοηθοί σας, πολεμάμε. Τι είμαι κι' εγώ βοηθός εδώ κι' από πολύ ήρθα αλάργα. Τι αλάργα βρίσκεται η Λυκιά πας στο χοχλάτο Ξάνθο, κι' εκεί 'να γόρι ανήλικο και νια άφηκα γυναίκα, 480 και βιος μεγάλο π' ο καθείς το λαχταρά αν δεν τόχει.
Γερνάει κανείς και ξαναμωραίνεται», απάντησε εκείνος με μια αόριστη κίνηση. «Τώρα είμαι εδώ… Ας μη μιλάμε πια γι’ αυτό.» «Και τώρα, τι λογαριάζεις να κάνεις; Θα γυρίσεις στον Πρέντου ή μήμπως, όπως λέει ο κόσμος, είναι αλήθεια ότι έγινες πλούσιος; Γιατί δεν αφήνεις κάτω αυτό το δισάκι; Θα πάρεις κάτι εδώ, μια μπουκιά έστω.» «Πρέπει να φύγω, ντόνα Έστερ μου… Ήρθα μόνο για να σας χαιρετήσω.» «Θα μείνεις εδώ μέχρι αύριο», είπε η Νοέμι και με μια αιλουροειδή σχεδόν κίνηση του πήρε το δισάκι και το τοποθέτησε πιο πέρα επάνω στον πάγκο.
Τώρα για αφτόν στα πλοία ήρθα ως εδώ, και ξαγορά πολύτιμη σού φέρνω να ξαγοράσω το νεκρό. Μα τους θεούς σεβάσου ... πόνα κι' εμένα... όπως πονάς το γέρο σου πατέρα. Εγώ 'μαι πιο του λυπημού... όσα κανείς δεν είδε 505 πάθια τραβώ π' απ' το φονιά ζητάω του γιου μας χάρες.» Είπε, και πόθο τ' άναψε το γέρο του να κλάψει, κι' έσπρωξε αγάλια πιάνοντας τον Πρίαμο απ' το χέρι.
Πρέπει να πληρώσω το χρέος από τις θείες μου!» «Θα το πληρώσεις με το να την παντρευτείς.» «Τόσα πολλά κληρονόμησε;» είπε ο Τζατσίντο γελώντας, αλλά ο Έφις τον κοίταζε σοβαρός και επανέλαβε δυο φορές: « Ήρθα να σου μιλήσω γι’ αυτό».
Τελικά η θεία Νοέμι συνήλθε και με απομάκρυνε με το χέρι της, ενώ έλεγε: καλύτερα να είχα πεθάνει πριν έρθει αυτή η μέρα. Εγώ τη ρωτούσα: γιατί; γιατί; θεία Νοέμι, γιατί; Κι εκείνη με το ένα χέρι με απομάκρυνε και με το άλλο έκρυβε τα μάτια. Τι βάσανο! Γιατί ήρθα, Έφις; Γιατί;» Ο υπηρέτης δεν ήξερε τι να πει.
Χάμου έπειτα οχ την άμαξα κατέβηκε και τούπε «Γέρο, μαζί σου εγώ ως εδώ θεός αιώνιος ήρθα, 460 εγώ ο Ερμής, τι μ' έστειλε κάτου οδηγό σου ο Δίας. Μα τώρα θα σ' αφίσω πια· δε θέλω να προβάλω στα μάτια τ' Αχιλέα ομπρός, τι δα 'ναι κατηγόρια θεός να δείχνει ορθάνοιχτα σ' αθρώπους έτσι αγάπη.
— Δεν είνε, βέβαια, γραμμένο στα χερόγραφα, μα είνε σημαντικώτερο για μας· γι' αυτό ήρθα τρεχάτος. — Σημαντικώτερο από τα βιβλία μας; είπε με χαμόγελο ο Αριστόδημος. — Κι από τα βιβλία κι από τους προγόνους μας τους ίδιους. — Ω!... ξαφνίστηκαν οι σοφοί, σηκώνοντες τα μάτια καταπάνω του.
Ο καημένος ο γέρος! Τέσσερα χρόνια με γιάτρευε, με παρηγορούσε, με καθοδήγευε, και με μάθαινε να δουλεύω, να δουλεύω και να ξεχνώ...... ..... Και δούλευα, και δούλευα και ξεχνούσα. Σαράντα χρόνια δούλευα και ξεχνούσα..... ... Κλειστό βιβλίο τα σαράντα εκείνα χρόνια... ......Ήρθα, τώρα κ' ένας χρόνος, από τα ξένα, στο ίδιο το χωράφι, στο ίδιο ταμπέλι που ξέρεις. Τα βρήκα όλα ξερά, ρημασμένα.
Εκεί στο σείστη Ποσειδό πήγε σιμά και τούπε «Ήρθα ως εδώ 'να μήνημα, αφέντη γιε του Κρόνου, να φέρω απ' τον αστραπεφτή φουρτουνοκράτη Δία. 175 Λέει από μάχες και σφαγές να τραβηχτείς, και μέσα στη θάλασσα ή στα θεϊκά λημέρια να γυρίσεις.
— Πού 'με 'δες κ' εγύριζα, είπε με δυσφορίαν αδικημένου ο Μανώλης. Οι μαστόροι αργήσανε να σκολάσουνε ύστερα πήα στον ποταμό και πλύθηκα κιαπού τον ποταμό ήρθα ντρέτα στο σπίτι. — Εμένα, μωρέ, θα τα πουλήσης αυτανά; Όντεν επήαινες εσύ εγύριζα 'γώ.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν