Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 12 Ιουλίου 2025
Η κυρά Πανώρια σηκώθηκε να φύγη. — Στάσου, μητέρα· γιατί φεύγεις; τη ρώτησε ανήσυχος. — Τι να κάμω, παιδί μου· αποκρίθηκε μελαγχολικά εκείνη. Εγώ ήρθα να σου μιλήσω για τη δουλειά μας και συ μου λες για βιβλία. Δε σε μέλλει, λες, για τα χωράφια. Καλά το λοιπόν ας τα χέρσα! Μη θαν τα πάρω μαζί μου; δικά σας είνε.
Στο τέλος, σαν ντροπιασμένη λίγο του είπε: «Αγαπητέ Άρχοντα, μη σας πρόσβαλα σε τίποτα; Γιατί δε μου δίνετε ούτ' ένα φιλί; Πέστε μου για να ξέρω το άδικό μου, κι' αν μπορώ, θα σας ανταμείψω ωραία. — Φίλη, είπεν ο Τριστάνος, μη θυμώσετε, αλλά έχω δώσει όρκο. Άλλοτε, σε άλλον τόπο, είχα πολεμήσει ένα δράκοντα, κι' ήρθα κοντά στο θάνατο, όταν θυμήθηκα τη Θεομήτορα.
Ετράβηξε ίσα στο σπίτι μου. — Χρυσούλα, μου είπε κλαίοντας, και οι δύο μια την έχουμε την πληγή. Εσύ έχασες τον αρραβωνιαστικό σου κ' εγώ τον αδερφό μου. Το κακό που έκαμα σ' εκείνον ήρθα να το πληρώσω δουλεύοντας σκλάβος σ' εσένα. Θα γίνω άντρας σου. Έτσι έγινε άντρας μου ο αντράδερφος κ' έγινε πατέρας σου. Μα δεν έζησε ούτε να σε γνωρίση. Νυχτόημερα τον ετυρανούσε η κόλασι κ' επέθανε μονοχρονίς.
Κι όταν ήρθα στο μικρό λευκοχρισμένο σπίτι μας, έξω στην άκρη άκρη του δυτικού ακρωτηριού, μακριά από τις άλλες ανθρώπινες κατοικίες, τότε είδα πρώτη φορά τη θάλασσα. Στάθηκα πολλή ώρα και κοίταζα έξω αυτήν την θάλασσα, που κατώρθωσα να τη φτάσω τέλος.
Θα κάνουμε άλλα δυο βήματα. Τι ωραία! Τι ωραία! ΔΩΡΑ — Όχι Νίκο. Αύριο σου τωρκίζομαι, αύριο θα μείνω πολύ μαζή σου, ώρες αλάκερες. Θα πάμε όπου θέλεις. Σήμερα όμως φοβάμαι. Δεν ξέρω τι έχω και φοβάμαι σήμερα. Καλά να γυρίσης. Αφού θέλεις να γυρίσης, γύρισε. Δε σε βιάζω. Αύριο όμως δε θα με ξαναϊδής. Να το ξέρης. ΔΩΡΑ — Μην είσαι κακός Νίκο. Να! Ήρθα μαζή σου. Δεν ήρθα; Τι παράπονα έχεις απομένα;
Τρέχα, τρέχα στο καλύβι, και σκάλιζε με την πέννα σου. Ένας χρόνος της πέννας αξίζει πενήντα φωτιά και μπαρούτι. Τρέχα, πρι να σε κατεβάση ο χάρος και σένα!» Κ' έσυρα κ' ήρθα στο καλύβι με νέα ζωή και μ' αίμα καινούριο. Σα νάνοιωθα πως γύρισε πίσω η νιότη μου. Σφίγγω τώρα τα δόντια μου να μην πεθάνω πρι να κάμω του γέρου το θέλημα.
Πέτρες που στρωθήκανε μια φορά στα σοκάκια του, και πια δεν ξεστρωθήκανε! Μόνο τις στρογγύληνε ο καιρός από πάνω, τις ρίζωσε βαθιά αποκάτω, και τώρα χριστιανός κι αν θέλη να περπατήξη δίχως &να σκύβη&, είναι αδύνατο! Μήτε γω δεν πηγαίνω πια στο χωριό. Σαν ήρθα γέρος από τα ξένα, έμεινα στην πατρίδα της νιότης μου μερικούς μήνες.
Τότε ο Έφις τον κοίταξε από κάτω προς τα επάνω με πόνο και περιφρόνηση. «Έχεις μούτρα και το ρωτάς; Και γιατί βρίσκεσαι τότε ακόμη εδώ εάν δεν ξέρεις τι έχεις κάνει; Εγώ δεν θα σου πω τίποτα, δεν θα σου ζητήσω τίποτα γιατί δεν έχεις τίποτα. Ούτε καρδιά δεν έχεις! Ήρθα μόνο να σου πω ότι δεν πρέπει να ξαναπατήσεις το πόδι σου στο σπίτι τους!» «Δεν χρειαζόταν να κάνεις τον κόπο!
Ακόμα δεν ήρθα κοντά σας, Νεράιδές μου, και σας ακούγω και συντυχαίνετε, και γελάτε, και τα σκορπάτε στον αέρα τραγουδιστά τα γέλοια σας και τα λόγια σας βαλμένα σε σκοπό που οι πολιτισμένοι της χώρας τονε λένε χωριάτικη προφορά! Κάθε τόνος του τραγουδιού σας από τα φυλλοκάρδια σας βγαίνει.
Αρκεί να μ’ αφήσουν ήσυχο, εκείνες. Εγώ δεν ήρθα για να τις εκμεταλλευτώ, ούτε να ζήσω εις βάρος τους. Α, η θεία Νοέμι είναι φοβερή!», αναστέναξε ξαφνικά κρύβοντας το πρόσωπο μέσα στα χέρια του. «Α, Έφις, είμαι τόσο πικραμένος!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν