Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 15 Μαΐου 2025
Του Αριστίωνα ως τόσο μήτε του πουλιού το γάλα δεν τούλειπε. Ως και χόρευε και ξεφάντωνε, κι απάνω από τα τειχίσματα τον έβριζε και τον περγελούσε το Σύλλα. Πήγανε μια μέρα μερικοί νοικοκυρέοι και τον παρακαλέσανε να τους λυπηθή τέλος και να κάμη ειρήνη. Τους αράδιασε όλους, και τους έκαμε σημάδι για τις σαϊτιές του. Μετά πολλά έστερξε κ' έστειλε δυο τρεις δικούς του να μιλήσουν του Σύλλα.
Ένα θεόρατο μπάρκο με τα πανιά του τρίγγου και της αμπασογάμπιας ήταν κολλημένο μάσκα με μάσκα στο δικό μας. Ήταν εκείνο που είδα μια στιγμή το μεσημέρι και το έχασα πάλι. Τραβέρσο εμείς τραβέρσο εκείνο ετρακάραμε στη βόλτα. Εκεί ν' ακούσης φωνές και κακό! Ο καπετάνιος του μπάρκου έβριζε τον δικό μας και τον έλεγε τσοπάνο· ο δικός μας έβριζε και τον έλεγε παπλωματά!
Δε θα μας δώσει ψέφτικη βοήθεια ο γιος του Κρόνου, 235 τι αφτοί που πρώτοι βλάψανε, τους όρκους αθετώντας, αφτών τα τροφαντά κορμιά οι σκύλοι θα χορτάσουν, και στ' Άργος με τα πλοία εμείς τα γυναικόπαιδά τους θα πάμε, σαν τους πάρουμε τη μυριοπλούσια χώρα.» Όσους πάλε έβλεπε χωρίς ψυχή ν' αναμελάνε, 240 αφτούς τους έβριζε άσκημα με θυμωμένα λόγια «Ντροπής, κιοτήδες Αχαιοί, δοξάρια που σας πρέπουν!
Κ' ένα σκυλί στην πρύμη δεμένο εγύριζε μάτια κατακόκκινα, εδάγκωνε τα ξύλα, έτρωγε την αλυσίδα του, άρπαζε κ' ετράβα με πάθος την ουρά και το νερό κυτάζοντας αλύχταγε και αλύχταγε, σαν να το έβριζε που τ' άφησεν ακόμη ζωντανό, αφού τ' αφεντικά του τ' άρπαξεν ο ρούφαλας. Έκαμε ακόμη μερικά βήματα ο καπετάν Ξυρίχης και άξαφνα ευρέθηκεν εμπρός στο μπάρκο του.
Κ' επειδή εκείνος άκουσε με κακό την ομιλία και την έβριζε, πως κορίτσι βοσκών προξενεύει του παιδιού, που με τα σημάδια δείχνει πως θάχη τύχη μεγάλη και που άμα βρη τους εδικούς του θα τους κάμη κι αυτούς λεύτερους κι αφέντηδες σε μεγαλύτερα χτήματα, η Μυρτάλη φοβούμενη μήπως, άμα απελπιστή ολότελα ο Δάφνης για το γάμο, αποκοτήση εξ αιτίας του έρωτά του τίποτε που να του φέρη το θάνατο, τούλεγε άλλες αφορμές της άρνησης: — Είμαστε, παιδί μου, φτωχοί κ' έχουμε ανάγκη από νύφη, που να φέρη κάτι περισσότερο, ενώ εκείνοι είναι πλούσιοι και χρειάζονται γαμπρούς πλούσιους.
— Δεν έκανε καλά. Να βρίση νοικοκυρά γυναίκα. Πού ακούστηκε; Να την πη στρίγγλα! Του Καπετάν Λαλεχού του ανέβηκαν τα αίματα στο κεφάλι. Αργούσε να τον πιάση, μα σαν τον έπιανε το μπουρί ο Θεός φυλάξοι. — Εσύ βρε έβρισες τη γυναίκα μου; Και γούρλωσε τα μάτια του. — Ας μη μ' έβριζε κι' αυτή! είπε ο Μαθιός κ' έκαμε να φύγη. — Πού πας, βρε χαμάλη, μπεκρούλιακα!...
— Κάμε το άλλη μια φορά, ωρέ Γιώργο! . . Μπράβο, ωρέ Γιώργο! . . Άιντε τώρα. — Τι θέλεις να σε κάμω, ωρέ Καραϊσκάκη; τον ρώτησε κάποτε ο Αλήπασσας. 'Σ το Κομπότι, 'σ τον πόλεμο που έκαμε 'σ τα 1821, 8 Ιουνίου, που νίκησε τους Τούρκους και τους πήρε 'σ το κυνήγι, ανέβηκε σε μια πέτρα κ' έβριζε τους Τούρκους δυνατά.
Κ' εκείνος βλέποντάς έτσι όλο και άναβε· εβλαστημούσε κ' έβριζε κ' εχειρονομούσε κ' εδάγκωνε πεισματικά ως που αιμάτωνε τα δάχτυλά του. — Μωρέ, φέρε μου την τσάγκρα! εφώναξεν άξαφνα· φέρε μου την τσάγκρα να του πιώ το αίμα! Εκίνησα να κάμω το θέλημά του. Αλλά δεν είχε υπομονή.
Τι να του ειπώ; είχε μανία στο άλλαγμα. Το κεφάλι του ίδια πυξίδα· ούτε κάρτο δεν έμενε στη θέσι του. Από τ' άψυχα ερρίχτηκε σε λίγο και στους ανθρώπους. Έδιωχνε τον ένα, έπαιρνε τον άλλον, έβριζε τον τρίτον. Έπειτα ερρίχτηκε στον καραβόσκυλο τον Ζέπο μας, που τον είχεν ο μακαρίτης ζωή μαζί του!
Ήθελε να μου δείξη τα ναυάγια, τους κινδύνους, τους κόπους, ζηλιάρα στην αγάπη της. Έβριζε τη θάλασσα, την εψεγάδιαζε, την εκαταριόταν λέγεις και της ήταν αντίζηλος. Του κάκου! Ούτε οι κόρφοι, ούτε τα φιλιά της μ' έδεναν πλέον. Όλα μου εφαίνονταν άνοστα· και το κρεβάτι ακόμα. Ένα ηλιοβασίλεμα που εκαθόμουν συλλογισμένος στο ακρωτήρι, βλέπω αντίκρυ μου μια φρεγάδα με γιομάτα πανιά.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν