Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 28 Ιουνίου 2025
Ναπομοναχιαστή κάπου, να πέση χάμου και να κλείση τα μάτια του, τα μάτια του λογισμού του, και ναπομείνη έτσι ξερό λιθάρι, ας είνε και μια στιγμή. Τα υποψιάστηκε όλ' αυτά ο πονηρός ο Δημήτρης. Τον έβλεπε τον ίδρο τον ψιλό που περέχυνε του Μιχάλη το πρόσωπο, τις άκουγε τις απανωτές ρουθουνιές του. Στοχάστηκε πως καλλίτερα ναφήση την ομιλία για πιο βολικώτερη ώρα.
Και όσο γερνούσαν τα κορίτσια του, τόσο περισσότερο ο ντον Τζάμε απαιτούσε από εκείνες μεγαλύτερη αυστηρότητα στο ήθος. Αλίμονο αν τις έβλεπε να προβάλουν στα παράθυρα που έβλεπαν στο σοκάκι πίσω από το σπίτι, ή αν έβγαιναν χωρίς την άδειά του. Τις χαστούκιζε λούζοντάς τες με βρισιές και απειλούσε με θάνατο τους νεαρούς που περνούσαν δυο συνεχόμενες φορές απ’ το σοκάκι.
Έπειτα αναβλέψας προς τον θόλον παρετήρησεν ότι η φαλάκρα του Μπαρμπαρέζου ευρίσκετο ακριβώς υπό την φωλεάν των χελιδόνων. Και φαντασθείς κάτι τι λίαν ενδεχόμενον, κάτι το οποίον να πέση με πλατάγισμα σταγόνος βαρείας επί του λείου εκείνου κρανίου, ήρχισε να γελά. Έξαφνα όμως η ευθυμία του έπαυσε, τα μάτια του επλατύνθησαν και ωπισθοδρόμησεν έν βήμα, ως να έβλεπε φάντασμα φρικτόν.
Έ! ύστερα απ' αυτά, τι ήθελε; να της κάμω όταν μας παρουσιάστηκε στο τραπέζι; Να μη τη μαλώσω;... Προχτές πάλι είχε μαδήσει όλα τα λουλούδια του κήπου και άλλ' απ' αυτά είχε χώσει στα μαλλιά της, άλλα είχε φορτώσει — ξέρω γω πώς το κατάφερε; — στ' αυτιά της, σ' όλο το πρόσωπό της, άλλα είχε κρεμάσει κοντά κοντά σ' όλο το φόρεμά της. Είτανε μια φρίκη να την έβλεπε κανείς έτσι στολισμένη.
Εντός αυτού είχε και το γραφείον του. Εκεί επί της παρά το παράθυρον τραπέζης ειργάζετο, εκεί προητοίμαζε τας παραδόσεις του, εκεί ανεγίνωσκε τους προσφιλείς του συγγραφείς, εκεί συχνάκις με τον κάλαμον εις την χείρα, ή το βιβλίον ανοικτόν ενώπιόν του, εκάθητο βλέπων αφηρημένος, υπεράνω των δωμάτων των λοιπών Ερμουπολιτών, την θάλασσαν και τας κυανάς γραμμάς των πέριξ νήσων, — ή κλίνων την κεφαλήν και κλείων τα βλέφαρα δεν έβλεπε τίποτε, διότι απεκοιμάτο.
Καλώς τα δεχθήκατε! και μετ' ολίγον προσθέτει γελών: — Τα φαντάσματα! Κ έδειξε το μέγαρον, του οποίου έφεγγον πάντοτε λαμπρώς τα κρημνισμένα παράθυρα. Η γραία εντροπιασμένη, φοβισμένη δι' όσα έβλεπε και δι' όσα ήκουσε, χωρίς ν' απαντήση εις τον ποιμένα, καλόν ή κακόν λόγον, εισήρχετο, εν ώ ο γέρω-Μπαρέκος εμποδίζει αυτήν, προσθέτων: — Τα φαντάσματα!
Του εφαίνετο ότι έβλεπε καθ' ύπνους ένα ξυλουργόν εργαζόμενον και πλησίον του μικρόν τι παιδίον, το οποίον συνήθροιζε σχίδακας. Τότε εισήλθεν εις το εργαστήριον μία παρθένος ενδεδυμένη πράσινα, ήτις τους εκάλεσεν εις το γεύμα και παρέθηκεν εις αυτούς ζωμόν. Όλην αυτήν την σκηνήν ενόμιζεν ότι την έβλεπεν ο Επίσκοπος κρυμμένος όπισθεν της θύρας, διά να μη τον βλέπουν.
Αλλά όταν ήκουσαν τον ποδόκτυπον του αλόγου, παρεζαλίσθησαν και οι δύο, και η κυρά παρεκάλεσε τον καλόγηρον να κρυφθή μέσα εις έν μεγάλον κιβώτιον, ο δε καλόγηρος εχώθη μέσα, διότι εγνώριζεν ότι ο γεωργός δεν ημπορούσε να τον υποφέρη, και εφοβείτο. Το φαγητόν και το κρασί τα έκρυψε βιαστικά μέσα εις τον φούρνον, διότι αν ο άνδρας της τα έβλεπε, θα την ερωτούσε τι τρέχει.
— «Ούτε πουλί πετάμενο!» Ηκούσθη και πάλιν μονολογούσα η γρηά- Σπύραινα επί του Βράχου. «Παλάβωσεν ο παλαβοβοριάς». Κ' έβλεπε προς το μυκώμενον πέλαγος, περισυνάγουσα το μαύρον ιμάτιον διά των χειρών της και την κατάμαυρον μανδήλαν της, ης αι άκραι επιμόνως παριηρπάζοντο.
Δε θα μας δώσει ψέφτικη βοήθεια ο γιος του Κρόνου, 235 τι αφτοί που πρώτοι βλάψανε, τους όρκους αθετώντας, αφτών τα τροφαντά κορμιά οι σκύλοι θα χορτάσουν, και στ' Άργος με τα πλοία εμείς τα γυναικόπαιδά τους θα πάμε, σαν τους πάρουμε τη μυριοπλούσια χώρα.» Όσους πάλε έβλεπε χωρίς ψυχή ν' αναμελάνε, 240 αφτούς τους έβριζε άσκημα με θυμωμένα λόγια «Ντροπής, κιοτήδες Αχαιοί, δοξάρια που σας πρέπουν!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν