Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 28 Ιουνίου 2025


Έβλεπεν, έβλεπεν, ανοιχτά εις το πέλαγος, μακράν έξω, πολλά πανιά, λευκά ιστία, σαν του γλάρου τα φτερά. Βρατσέρες, γολέττες, μικρά καΐκια, τα έβλεπε ν' αρμενίζουν, να οργώνουν τα κύματα, ωσάν βοϊδάκια ζευγαρωτά.

Τω εφαίνετο ότι, σαν να τον κατηράσθη ο Γέρων του Λυκαβητού διά τα ελέη, τα οποία του αφήρπασαν οι λωποδύται, και πολλάκις τον έβλεπε καθ' ύπνον κατά πάσαν αποτυγχάνουσαν εργασίαν του, κοντόν, χονδρόν, με λευκόν μέχρι του στήθους φθάνοντα πώγωνα, μ' έν χονδρόν και μακρόν επανωφόριον, ως ρωσσικόν επενδύτην, να τω φωνάζη αγρίως: — Όπου φτωχός και η μοίρα του!

Και επεχείρει εκ νέου, αλλά πάλιν η γλώσσα της επρόσκοπτεν εις τον ανυπέρβλητον σκόπελον. Τότε δε έλεγεν αλλ' αντ' άλλων, ως ζαλισμένη, και τα μάτια της οτέ μεν έσβυναν, οτέ δε εξέπεμπαν λάμψεις πυρετού. Αλλ' ο Μανώλης ούτε εμάντευεν, ούτε έβλεπε τίποτε από την μεγάλην εκείνην τρικυμίαν. Είχεν άλλως τε και αυτός την ιδικήν του τρικυμίαν.

Αυτά τα λόγια και οι ονειδισμοί έθλιβαν κατά πολλά τον γέροντα· δεν ήξευρε τι να αποκριθή τόσον εφοβούνταν διά να μη την αγριώση περισσότερον, επειδή και έβλεπε καλά πως είχε δίκαον εναντίον του.

Εις παρομοίαν διήγησιν η Κυρά κατεβαίνει από τον θρόνον της και πλησιάζει εις τον βασιλέα, τον παίρνει από το χέρι, τον φέρει εις ένα χοντζερέ, εις τον οποίον ήτον μία τράπεζα ετοιμασμένη από εκλεκτά φαγητά· αυτή τον έκαμε να καθήση, ομοίως και αυτή εκάθησεν ανάμεσα αυτουνού και του βεζύρη, ο οποίος από όλα εκείνα, που έβλεπε, δεν ημπορούσε να στοχασθή άλλο διά τον αυθέντην του παρά κανένα δυστυχισμένον τέλος.

Ήξευρεν ότι ουδείς πλέον είχε δικαίωμα να έλθη εις την φυλακήν, και ότι δεν θα έβλεπε τον Βινίκιον, ειμή εις τους αγώνας, και τον παρεκάλει να παρευρεθή διά να τον ίδη ακόμη μίαν φοράν. «Είτε ο Χριστός με ελευθερώση, έγραφεν, είτε ο θάνατός μου, είναι το ίδιον διά σε· αυτό μου υπεσχέθη διά του στόματος του Αποστόλου, άρα είμαι ιδική του». Και τον εξώρκισε να μη λυπήται.

Έμεινε τώρα, μία κόρη, η Αφέντρα, η τελευταία. Η μήτηρ της την είχε πλέον «χαδούλα και χαδιάρα», και αι εξαδέλφαι της μητρός της δεν ανησύχουν πολύ δι' αυτήν. Η Ασημήνα έτρεφε μητρικήν φιλοδοξίαν, την οποίαν ηρέσκετο να σχετίζη με τον καϋμόν της διά την αποδημίαν του υιού, κ' έβλεπε ξυπνητά τα όνειρα εν σχέσει προς την μέλλουσαν λαμπράν και ένδοξον εκ της Αμερικής επάνοδον εκείνου.

Αύτη δε, απησχολημένη όλην σχεδόν την ημέραν, μόλις τον έβλεπε μακρόθεν φαινόμενον, και δεν προσείχεν εις αυτόν. Υπόνοιά τις την εβασάνιζεν εν τούτοις. Αλλ' ημέρα τη ημέρα εξηλείφετο και η εντύπωσις του ονείρου εκείνου, διότι όνειρον πρέπει να ήτο. Η Αϊμά εις ουδένα είπε τι περί της εμφανίσεως της παραδόξου γυναικός.

Η Εξουσία δε βλέπει παραπέρα απ' τη μύτη της...Αν έβλεπε, θα καταλάβαινε πως ο Καπετάν-Πρέκας πνίγηκε από αγάπη. Μάλιστα! Λοιπόν σου λέω εγώ και να μ' ακούσης, πως ο Καπετάν- Πρέκας δεν μπορούσε να βαστάξη τον καϋμό της γρηάς του. Από αγάπη πνίγηκε ο Καπετάν-Πρέκας! Ο Ρήγας του Μαθιού έμπηξε τα γέλια. — Σου το μήνυσε; είπε.

Ο Ηρώδης, ο άρπαξ ο Ιδαμαίος, ο αποστάτης, ο βδελυρός τύραννος αδυνάτου λαού, ο βέβηλος τυμβωρύχος του τάφου του Δαυίδ, ήκουσε την είδησιν με τρόμον και με οργήν την οποίαν δυσκόλως ηδύνατο ν' αποκρύψη. Έβλεπε σαλευόμενον τον θρόνον του, τον θρόνον εκείνον τον ιστορικόν, εις τον οποίον είχεν ανέλθει αναξίως και τον οποίον ώφειλεν εις τας τυχοδιωκτικάς επιτυχίας του.

Λέξη Της Ημέρας

ολύμπου·

Άλλοι Ψάχνουν