Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 28 Ιουνίου 2025
Οι δύο αγύρται τον παρεκάλεσαν να πλησιάση, και τον ηρώτησαν πώς του αρέσει το σχέδιον και τα χρώματα, και του εδείκνυαν τα εργαλεία· ο δε υπουργός ήνοιγε τα μάτια του, αλλά δεν έβλεπε τίποτε, αφού δεν είχε τι να ιδή. — Καλέ, τόσον ανόητος είμαι; εσυλλογίζετο · και να μη μου περάση ποτέ από τον νουν! Αλλά δεν πρέπει να το μυρισθή κανείς άλλος.
Ότε είδε τον Μάχτον, οι δύο κρεμαστοί οδόντες, οίτινες συνέσφιγγον αδιαλείπτως το κάτω χείλος, υπεχώρησαν αυτομάτως, και αφήκαν το στόμα να μειδιάση το ιδιάζον αύτη μειδίαμα, όπερ μόνον ότε έβλεπε τον Μάχτον εσημείου το πρόσωπόν της. — Πού ήσουνα, μικρέ μου; είπε. — Μάννα, είπεν ανυπομόνως ο Μάχτος, μέσα είνε η Αϊμά; — Όχι. — Δεν είνε μέσα; επανέλαβε μη θέλων να πιστεύση.
Άμα έβλεπε κανένα σερνικό ν' αρπάζη του θηλυκού την τροφή, χυνότανε σα μπόρα στη μέση κι ο αδικητής άλλαζε δρόμο πριν δοκιμάση την άσπλαχνη μύτη του. Και συχνότερα, απλώνοντας ριπίδι το ένα του φτερό, έφερνε γύρα την αγαπημένη του, νταής παρασάνταλος και κούτσαβος των πουλιών μεθυσμένος.
Τότε όλος ο λαός ενόμισεν ότι έβλεπε πραγματοποιούμενα όσα έλεγαν προ πολλού ο Θηραμένης και οι μετ' αυτού, ότι δηλαδή ο στόλος εκείνος επροχώρει, διά να καταλάβη το τείχισμα της Ηετιωνείας, και έχαιραν, διότι το είχαν κατεδαφίσει.
Αν έβλεπε διάκονον ασπαζόμενόν τινα των παρθένων του Μοναστηρίου, ήθελε πιστεύσει ότι πράττει τούτο, ίνα ευλογήση αυτήν . Παιδιόθεν κατακοπείσα από της ευφλογίας αθώα μόνον φιλήματα είχε γνωρίσει, ουδ' ηδύνατο να πιστεύση ότι υπήρχον και άλλα εις τον κόσμον. Άλλως κατά τον αιώνα εκείνον οι οπαδοί του Αγ.
Το μικρόν χαμόμηλον δεν εφαντάσθη ότι η ζωή του θα περάση καταφρονημένη, χωρίς κανείς να γυρίση να το ιδή, αλλά εζούσε ευχαριστημένον, έβλεπε τον ήλιον όλην την ημέραν και ήκουε την κίχλαν να κελαδή και να σχίζη τον αέρα.
Γι' αυτό δεν μπορούσε κανένας μας ναφήση τον άλλον νακολουθά το δρόμο του και να δεχτή καρτερικά τον κλήρο της ζωής, που λέγεται απομόνωση. Γι' αυτό δεν μπορούσε να μην αιστάνεται καθένας μας μια πίκρα όταν έβλεπε πως ψεύτιζε η ελπίδα του.
Ας λέγη καθένας ό,τι θέλει, δεν ειμπορώ να τα βάλω με τον κόσμον εγώ. Ο Μάχτος κατελήφθη υπό παραδόξου αισθήματος, γείτονος προς τον ενθουσιασμόν, και εσίγησεν. Ούτε η άφιξις του πατρός αυτού, ούτε παν άλλο γεγονός ηδύνατο να διαταράξη την ευτυχίαν αυτού, διότι ησθάνετο αλλόκοτον και ανέλπιστον ευτυχίαν. Εάν έβλεπε την Αϊμάν ευτυχή, θριαμβεύουσαν, λατρευομένην, θα ήτο δυστυχής.
Προσευχόταν όμως, καθισμένη στο σκαλάκι της πόρτας κάτω από την ασημί και μαύρη γιρλάντα της κληματαριάς στο φεγγαρόφωτο και κάθε φορά που κοίταζε γύρω τής φαινόταν ακόμη σαν να έβλεπε, εδώ κι εκεί επάνω στο φράχτη από τις φραγκοσυκιές, τα μάτια του Έφις πράσινα να πετάνε σπίθες από οργή. Ήταν οι πυγολαμπίδες.
Ακολουθών την διεύθυνσιν των βλεμμάτων του Λιάκου ο Κ. Πλατέας εστρέφετο ενίοτε και αυτός προς τα οπίσω, εστρέφετο δ' ολόκληρος διά να ίδη διά μέσου των ομματοϋαλίων του τι επέσυρε την προσοχήν του σωτήρος του· αλλά τίποτε δεν έβλεπε και εκαλοκάθητο πάλιν εις το σκαμνίον συνεχίζων την ομιλίαν του. Επί τέλους ο Λιάκος είδεν ό,τι επερίμενεν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν