Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 24 Ιουνίου 2025
Άμα προετοίμασε την θυγατέρα όπως αρμόζει του σκοπού του, ο Πρόσπερος κράζει τον αέριον υπηρέτη του, τον Άριελ, και αφού πρώτα επληροφορήθηκε ότι τούτος εκτέλεσε πιστά τες διαταγές του, εις τρόπον ώστε η τρομερή τρικυμία, ενώ εχώρισε τους εχθρούς του από κάθε ανθρώπινη βοήθεια, τους έβγαλε όμως άβλαπτους εις το έρημο νησί, ετοιμάζεται να εξακολουθήση το έργον του, με το πνεύμα.
Και τότε νέα ανυπομονησία με κατέλαβεν: — ο θόρυβος αυτός, αν τον ήκουε κανείς γείτονας! Η ώρα του γέροντος ήχησε. Με ένα μεγάλο ούρλιασμα απεκάλυψα το φαναράκι και επήδηοα εις το δωμάτιον. Δεν έβγαλε παρά μίαν κραυγήν, παρά μίαν μόνην. Σε μια στιγμή τον έρριψα κάτω, τον εθρυμμάτισα ρίψας επάνω του όλον το βάρος της κλίνης. Τότε εγέλασα εύθυμα, βλέποντας ότι ήρχισε το έργον.
Λέγουν το λοιπόν απ' αυτούς μερικοί πως παραγγελμένος όντας ο Προκόπιος να γράψη τον πανηγυρικό του Ιουστινιανού, για να τον καταπραΰνη που δεν τον εγκώμιαζε αρκετά στην πρώτη του ιστορία, έβγαλε τάχτι του με την απόκρυφη εκείνη Ιστορία του. Δεν είναι μήτε ανάγκη μήτε της δουλειάς μας να το ψυχολογήσουμε εδώ τέτοιο ζήτημα.
Τους όρκους δεν τους έβγαλε δεξά ο μεγάλος Δίας, μον μηχανέβει όλο κακά και για τους διο στο νου του, 70 ως που ή τ' ομορφοπύργωτο να μας ρημάξτε κάστρο ή εσείς να δαμαστείτε ομπρός στα πελαγήσα πλοία.
Ο Σιφογιάννης πέρασε όλο ταπόγεμα σταμπέλι του· κιόλη την ώρα καταγινότανε σε διάφορες μικροδουλιές, αλλά πραγματικώς δούλευε το μυαλό του και βασανιζότανε νάβγη από το φοβερό αδιέξοδο, που τον είχε βάλει ο Μόχογλους. Και τρόπο να γλυτώση δεν εύρισκε. Μόνο μια ελπίδα είχε· ότι ο Αγάς ήτο μεθυσμένος, ότι το μεθύσι του τον έβγαλε σαυτό που τούκαμε κιότι την άλλη μέρα θα το λησμονούσε.
Εγώ να ακούσω πως ξεφαντώνει με άλλην γυναίκα αγροίκησα του λόγου μου γεμάτην από μίαν ζηλοτυπίαν, που με έβγαλε έξω από τον εαυτό μου, και έγινα κατά πολλά μανιώδης· εμπαίνω με βίαν εις το σπήτι του, και φθάνοντας εις τον χοντζερέ του βλέπω τον Ναμαράν καθήμενον εις μίαν τράπεζαν μαζή με μίαν ευμορφοτάτην κόρην, με την οποίαν έπιναν και ετραγουδούσαν τραγούδια της αγάπης και ηδονικά.
Και τείνων προς τον αρχαίον φίλον του την ταμβακέραν: — Πάρε, αδελφέ μου, πάρε! Μήνα ολόκληρον τότε ο κυρ-Δημάκης ειργάζετο εις τακτοποίησιν των λογαριασμών του κυρ-Βαρσαμού. — Ο Θεός σ' έστειλεν, αδελφέ μου! Δεν εύρισκα άκρη. Αλλ' ο κυρ-Δημάκης εύρε τέλος άκρη και τον έβγαλε λάδι τον φίλον του, όστις εκινδύνευε να κηρυχθή εις πτώχευσιν.
Αφτός τότε έβγαλε πικρή σαΐτα οχ τη φαρέτρα και στη χορδή τη ζύγωσε· μα ενώ τραβούσε πίσω, στον ώμο ο Έχτορας σιμά, όπου χωρίζει η κλείδα λαιμό και στήθια κι' η πληγή είναι βαριά, εκεί πέρα 325 ενώ τον σκόπεβε, τ' αδρύ τού κάθισε κοτρώνι, κι' έσπασε ο χτύπος τη χορδή. Και του μουδιάζει η χέρα στη ρίζα, και στα γόνατα γκρεμίζεται και μένει, κι' όξω απ' το χέρι τούπεσε το λυγιστό δοξάρι.
Ο βασιλεύς έβγαλε με θυμόν το σπαθί του διά να φονεύση τόσον εμέ, όσον και την Δαρδανέ· μα μια γρηά σκλάβα του έπιασε το χέρι λέγοντας· τι θέλεις να κάμης, βασιλέα μου; θέλεις να μολύνης το χέρι σου με το αίμα ετούτων των παρανόμων; αυτοί είνε ανάξιοι ακόμα η ιδία γη να δεχθή τα μιαρά τους κορμιά, με το να έκαμαν μίαν τέτοιαν ανομίαν· πρόσταξε να τους ρίξουν από το παράθυρον εις τον ποταμόν Νείλον, διά να γένουν τα μιαρά τους κορμιά βρώσις των ψαριών.
Και αφού εσηκώθηκαν από το δείπνον, ο Κατής έβγαλε και της έδωσε τες τέσσαρες χιλιάδες φλωριά, και έπειτα όλος γεμάτος από αγάπην δεν έπαυε που να της κάνη χίλιους επαίνους και εγκώμια, αποδείχνοντάς την τήν άκραν του ευχαρίστησιν, που ήθελεν αξιωθή να απολαύση ένα υποκείμενον τόσον επιθυμητόν προς αυτόν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν