Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 24 Ιουνίου 2025


Έβγαλε ο κυρ Μαυρουδής το πιο παλιό του κρασί, παράθεκε η κερά Μαυρουδού τα πιο ορεχτικά φαγητά της. Η μικρή στο πλάγι της μάννας της, ο Παυλής κι ο νωνός αντικρύ. Της Σμαράγδως τα δάκρια στεγνωμένα πια τώρα. Αγκαλά συμμαζεμένη πάντα με της μάννας της την όψη τη σοβαρή.

Έτζι είπε, και τελείοσε την άχαρη ζωή του· Και κρυό κουφάρι ακίνητο τεντόθη το κορμί του. Αυτό το μέγα το κακό ο Πινακάς θωρόντας, 215 Που τον Τριμμούδη από μακριά συντρόφευε ακλουθόντας, Φωναίς μεγάλαις έβγαλε, και βιαστικός κινάει, Τη συφορά που γίνηκε στους Ποντικούς μηνάει.

Αυτή δε συγχώρεσε τη μητέρα μου, πώς μπορεί να συγχωρέσει εμένα; Εγώ όμως, εγώ όμως…Χαμήλωσε το κεφάλι και έβγαλε από την τσέπη ένα γράμμα. «Βλέπεις, Έφις; Τα ξέρω όλα. Εάν η θεία Νοέμι δεν συγχώρεσε τη μητέρα μου ύστερα απ’ αυτό το γράμμα, πώς μπορεί να έχει καλή ψυχή; Ξέρεις τι γράφει αυτό το γράμμα, εσύ το έφερες στη θεία Νοέμι. Κι εγώ της το πήρα: ήταν πάνω στο κρεβάτι την μέρα που έφτασα.

Έτρεξαν οι γιατροί, μαζεύτηκαν όλοι γύρω της. Μα η γιαγιά δεν εμίλησε. Μέρες πολλές δεν έβγαλε λόγο. Καθότανε σαν πεθαμένη στο κρεββάτι της και μόνο κινούσε κάποτεκάποτε το δεξί της χέρι στον αέρα, για να ζητήση κάτι. Εγώ έμπαινα κρυφά στην κάμαρά της, της έπιανα το χέρι της και το φιλούσα. — Γιαγιά! άνοιξε το στόμα σου, γιαγιά, και πες μου τι έγινε το βασιλόπουλο. Πες μου το εμένα κρυφά.

Όπως και ο γέρο-Μαμούκος, ας έχη ζωή, πού μας έβγαλε και κάλπη για να γείνη δήμαρχος. Τακούς; Εφαίνετο ν' απευθύνεται κατά προτίμησιν εις τον Νικολόν. — Τ' ακούω, και θαρρώ πως έχεις δίκηο, μπάρμπα Τριαντάφυλλε.

Και απάνω στον κερεστέ, ένας μούτσος σκαρφαλωμένος, που έσερν' ένα σανίδι με κόπο, να το σιγουράρη στο σωρό, άφησε το σανίδι να πέση απ' το χέρι του, έβγαλε τη σκούφια του κ' έκανε το σταυρό του. Η βάρκα, με το ανεπάντεχο ρυμούλκιο, έσχιζε σιγά και λυπητερά τα νερά του λιμανιού, λάμνοντας ολοένα κατά το μώλο...

Και το μονόξυλο έφευγε, έφευγε, όσο που μας πέταξε πέρα σε κάτι μάζες από φύκια... Την σκαπουλήσαμε για καλά, που λες, κυρ μηχανικέ!.... Κι ο ψαράς γέλασε δυνατά. Οι μπεκάτσες είχαν ψηθή κ' η γριά με κάποια ταραχή τις απίθωσε σε μια γαβάθα. Έβγαλε τα σηκότια τους και τα δούλεψε με λεμόνι και έκαμε έτσι μια σάλτσα περίφημη, την απίθωσε κι αυτή στο πλάι, κι αρχίσαμε να τρώμε.

Μ' οργήν αυτά 'πε και έρριξε κατά την γη το σκήπτρο, 80 κ' έβγαλε δάκρυα• και ο λαός όλος αισθάνθη λύπη. και όλοι οι άλλοι εσίγησαν ουδέ κανείς ετόλμα σκληρή προς τον Τηλέμαχον απάντησι να δώση. και μόνος ο Αντίνοος απάντησέ του κ' είπε•

Άξαφνα βλέπει το φεγγάρι να βγαίνη σα δρεπάνι ολοκαίνουργο από τα στήθια του Σέχη και να χώνεται μ' ορμή στα δικά του. Ο πόθος του δροσίστηκε πάραυτα. Και μ' εκείνη τη δροσιά ένα δέντρο εφύτρωσε. Έβγαλε φύλλα, έβγαλε κλαδιά και παρακλάδια, σκέπασε σαν ουρανός κάμπους και θάλασσες, χώρες και χωριά, βουνά και ποτάμια.

Ευχήθη και τον άκουσεν ο πάνσοφος ο Δίας, και απ' τα νεφώδ' υψώματα του ακτινοβόλου Ολύμπου βρόντησ' ευθύς· εχάρηκεν ο θείος Οδυσσέας. και από το σπίτι πρόβαλε φωνήν γυναίκ' αλέστρα 105 πλησίον, οπ' ευρίσκονταν οι μύλοι του κυρίου, και δώδεκ' αγωνίζονταν γυναίκες να ετοιμάσουν κριθάλευρα, σιτάλευρα, μεδούλι των ανθρώπων. κ' η άλλαις άμ' απάλεσαν κοιμώνταν· μόνη εκείνη άλεθε ακόμ' η αδύναμη· τον μύλον η θλιμμένη 110 κράτησε, κ' έβγαλε φωνή, σημάδι του κυρίου· «Δία πατέρα, 'που εις θεούς και ανθρώπους βασιλεύεις, μεγάλα εβρόντησες από τον κάταστρον αιθέρα, ούδ' είναι νέφος πουθενά· κάποιο σημείον δείχνεις· κ' εμένα τώρα της πτωχής 'ς ό,τ' είπω δόσε τέλος· 115 ύστερη σήμερα φοράτο σπίτι του Οδυσσέα να ευφρανθούν το πρόσχαρο συμπόσιον οι μνηστήρες· αυτοί, 'που 'ς τ' άλεσμα βαρύ τα γόνατα μού κόψαν και την καρδία, τώρα εδώ να φάγουν το ύστερό τους».

Λέξη Της Ημέρας

βόηθα

Άλλοι Ψάχνουν