Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 24 Ιουνίου 2025


Έβγαλε την ασημένια ταμπακιέρα, την κούνησε, την άνοιξε και την πρόσφερε πρώτα στην ντόνα Έστερ, έπειτα στην ντόνα Ρουθ και τέλος στην ίδια την Καλίνα. «Ωραίο παλικάρι, ντόνα Έστερ, αλλά προσοχήΣήκωσε το ράσο για να ξαναβάλει στην τσέπη την ταμπακιέρα και ξαναδίπλωσε και έστριψε το τιρκουάζ μαντήλι του χτυπώντας τις άκρες του στο στήθος. «Ντόνα Έστερ, προσοχή.

Όθεν μίαν νύκτα όπου εκοιμώμουν με την νέαν μου σύζυγον εις το κρεββάτι, μας έρριψαν και τους δύο εις την θάλασσαν διά να πνιγούμεν· αλλ' η γυναίκα μου που ήτο μία Εξωτική, ευθύς με έπιασεν από το χέρι και με έβγαλε αβλαβή εις ένα πλησίον νησί· κατ' άλλον τρόπον εγώ βέβαια ήθελα πνιγή.

Κι όταν το βαπόρι μας έβγαλε τέλος στη στεριά, αφού σταθήκαμε μόνοι στην αποβάθρα και βλέπαμε το πλοίο που έφευγε, πιαστήκαμε έπειτα μέση με μέση και πήραμε αργά το δρόμο, που πήγαινε φιδωτός ανάμεσα σε λεφτοκαριές και ψηλές ροζιάρικες βελανιδιές. Στα κλαδιά τους μόλις φαινόταν ένα πράσινο ανοιξιάτικο χνούδι και τότε είδαμε πόσο λίγο είταν προχωρημένη γύρω μας η βλάστηση.

Η Φραγκογιαννού εγκατεστάθη, όπως και την προλαβούσαν νύκτα, σιμά εις την γωνίαν της εστίας, όπου εύρε και το καλάθι της. Εξάναψε την φωτιάν, έβαλε νερό στο 'μπρίκι, και κατεγείνετο να βράση βότανα, το οποία έβγαλε από τον κόλπον της.

Ο άντρας έβγαλε το σκούφο. «Μπαρμπα-Έφις!», φώναξε το αγόρι και ξανάρχισε να παίζει, μιλώντας και γελώντας ταυτόχρονα. «Μα εσείς δεν πεθάνατε; Κάποιοι έλεγαν πως πήγατε στην Αμερική και γίνατε πλούσιος και πως στέλνατε πολλά λεφτά στις κυράδες σας. Τώρα ο φύλακας εδώ είμαι εγώ. Εάν θέλω να σας διώξω σαν κλέφτη, μπορώ να το κάνω. Δε θα το κάνω όμως. Θέλετε σταφύλια; Πάρτε.

Ο παπάς, αφού πρώτα έβγαλε στην άκρη της θύρας τα κουντούρια του, κάθισε φαρδύς-πλατύς σταυροπόδι δίπλα στην ωμορφοκαμωμένη φωτιά, που έκαιε σα φούρνος, κι' έπεφταν λαχταριστά από τ' αναμμένα τα κούτσουρα μεγάλα κάρβουνα φλογιασμένα.

Έβγαλε μια φωνή κι άρπαξε από τα χέρια της Ασημίνας την εικόνα. Εκείνη τινάχτηκε ολόρθη μ' ένα φυσομάνημα σα λάμια. — Μη την σκίζετε, κυρία, να ζη ο αφέντης. Δεν είχε τέτοια σκέψη η κυρία Μαχαλά· μα η Ασημίνα της την έδωκε.

Και χτυπούσε τον ένα γρόθο απάνω στον άλλο, τάχα να δείξη πως πέρασε το θέλημά της. Φαινότανε σα Μαινάδα, σαν τρελλή Αφροδίτη, με τέτοια ομορφιά και με τέτοια φερσίματα, σαν έβγαλε τα στιβάνια της, και στεκάμενη γυμνόποδη και γυμναστράγαλη, ξεμάλλιαγη και δρώμενη ακόμ' από τη ζεστασιά, λαλούσε της θειας της αυτά τα λόγια με μάτια ορθάνοιχτα και με σαν παλληκαρίσια κορμοστασιά.

Δος μου το πρόσφορο κι' τ' άναμα, ευλογημένη! της είπε. Η γριά, πασπατεύοντας στα σκοτεινά, πήρε την προσφορά, και τ' ανάμα, που τα είχε μαζύ στη σκαλοφρύδα, έβγαλε και τρεις κόκκινες λαμπάδες μέσα από μια κασσέλα κι' ανοίγοντας τη θύρα του δωματίου της, του τάδωκε όλα του παπά, ρωτώντας: — Κάνει, δέσποτα μ', να κοινωνήσω, που δεν κοιμήθηκα καθόλου απόψε;

Όταν γύρισα σπίτι μού έβγαλε γλώσσα και η Γκριζέντα, επειδή δεν θέλει να πηγαίνω στις κυράδες σου. Δεν ξέρω που να τα πω, Έφις. Δεν είμαστε εμείς που φωνάξαμε το παλικάρι από το δρόμο∙ ήρθε από μόνος του. Η Καλίνα μου λέει: διώξτε τον. Εκείνη όμως τον διώχνει όταν πάει σπίτι της;» Ο Έφις χαμογέλασε. «Εκεί βέβαια δεν πάει για ερωτοδουλειές!....»

Λέξη Της Ημέρας

βόηθα

Άλλοι Ψάχνουν