Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 7 Ιουνίου 2025
— Επιβλητικόν! Όλον μεγάλας λέξεις μου λέγεις! Τώρα θα μου απαγγείλης και κανένα στίχον του Ομήρου. — Άκουσέ με, επανέλαβεν ο Λιάκος μεταβαλών ύφος. Κ' εγώ κατά πρώτον εθεώρησα το πράγμα καθώς συ. Αλλ' αφού εσκέφθην καλλίτερα, επείσθην ότι η πρώτη μου εντύπωσις δεν ήτο η ορθή.
ΚΟΡΙΝΝΑ. Ναι, μητερούλα μου. Θέλω να μου πάρης ένα περιδέραιον που νάχη χάντρες κόκκινες της φωτιάς, όπως είνε της Φιλαινίδος. ΚΡΩΒ. Ναι, τέτοιο θα σου πάρω. Αλλ' άκουσε να σου δώσω και μερικές συμβουλές τι πρέπει να κάνης και πώς να φέρεσαι στους άνδρες. Ξέρεις, κόρη μου, ότι άλλο μέσον για να ζήσωμε δεν έχομεν.
Είπε και το βλέμμ' έστρεψε κατά την Πηνελόπη να φανερώσ' ότι έφθασε 'ς το σπίτι ο ποθητός της. και αυτή να ιδή δεν δύνονταν αντίκρ' ή να νοήση, διότ' η Αθήνη αλλού τον νου της έστρεψε· και κείνος απ' τον λαιμό την έπιασε με το δεξί του χέρι, 480 και με τ' άλλο την έφερε σιμά του και της είπε· «Θα μ' αφανίσης, μάννα, συ; και 'ς τούτο το βυζί σου συ μ' έφερες· και τώρα εγώ, αφού πολλά 'χω πάθει, τον χρόνον έφθασα εικοστόν 'ς την γη την πατρική μου. αλλ' αφού συ το νόησες θεόθεν διδαγμένη, 485 σίγα, μην άλλος άνθρωπος κανείς εδώ το μάθη. και άκουσε τώρ' ό,τι θα ειπώ και ο λόγος μου θα γείνη· αν μου υποτάξη ένας θεός τους θαυμαστούς μνηστήραις, ουδέ σε, την βυζάστρα μου, θα λυπηθώ, την ώρα 'που 'ς τα ιδικά μου μέγαρα ταις δούλαις θα φονεύσω». 490
Τότε η Γιάνναινα: — Άκουσε να σου πω, κυρά, εφώναξε· βλέπω κ' έχεις ρούχα· μην είσαι για ξενύχτι απόψε εδώ;.. Δεν έχουμε κανένα χάνι εμείς!... Άλλο να κοπιάσης!... Τον εξάδερφό σου, τι τον έχεις, τον έχουμε για ξύσιμο αύριο...
Εις άλλο μέρος πάλιν παρομοιάζει προς τον ανθρωποκτόνον Άρην οτέ μεν τούτον, οτέ δε άλλον και λέγει θεοειδή τον Φρύγα υιόν του Πριάμου, θεοείκελον δε πολλάκις τον υιόν του Πηλέως. Αλλ' επανέρχομαι εις τα παραδείγματα τα αφορώντα γυναίκας• άκουσε δε τι λέγει κάπου• Αρτέμιδι ικέλη ηέ χρυσέη Αφροδίτη • και αλλαχού• Οίη δ' Άρτεμις είσι κατ' ούρεος .
Αυτά 'πε και αναχώρησεν ο μέγας αργοφόνος• και προς τον μεγαλόψυχον εκίνησε Οδυσσέα η νύμφη, τα μηνύματα ως άκουσε του Δία. 150 'ς ακρογιαλιά καθήμενον τον εύρε, ουδ' εστεγνόναν ποτέ τα μάτια, αλλ' έλυονε την ποθητή ζωή του για την πατρίδα κλαίοντας, ουδ' άρεγέ του πλέα η νύμφη, αλλά βιαζόμενος, 'ς τα βαθουλά τα σπήληα, μ' αυτήν, οπού τον ήθελεν, αθέλητα εξενύκτα• 155 και ταις ημέραις κάθονταν 'ς ακροθαλάσσια βράχη, με θρήνους, μ' αναστεναγμούς, με πάθη 'ς την ψυχή του, κ' εκύττα δάκρυα χύνοντας τα τρίσβαθα πελάγη. σιμά του εστάθηκε η θεά, η αταίριαστη, και του 'πε•
Δεν θα σε αφήσω, κόρη, ν' αποθάνης απερίσκεπτος, άλλά θα υπάγω εκεί από τούδε μετά των οπλιτών μου τούτων, περιμένων την έλευσίν σου. ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ Διατί, μητέρα μου, κλαίεις σιωπώσα; ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Έχω η δυστυχής εις την ψυχήν μου πόνον αρκετόν προς τόσα δάκρυα. ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ Παύσε, μη εξασθενής το θάρρος μου, και άκουσε μίαν μου παράκλησιν.
Άκουσε λοιπόν και διασκέδασε, — αν θέλης, εννοείται· υποχρεωμένη δεν είσαι. Είς εκ των πολλών υπαξιωματικών του ελληνικού στρατού επεθύμησε, φαίνεται, να συνδέση την δάφνην του Άρεως προς την μύρτον του έρωτος. Ο πατήρ όμως ήθελε την κόρην του, και η στρατιωτική αρχή ήθελε τον παραπλανηθέντα ήρωά της.
Γιατί τ' Ατρέα τώρα ο γιος, ο πρωταφέντης τ' Άργους, 355 μεγάλο μούκανε άδικο· γιατί με βιά μού πήρε κι' έχει τη νια μου που πρεσβιό μούχε ο στρατός χαρίσει.» Είπε θρηνώντας, κι' άκουσε τα λόγια η κυρά μάννα, πούταν στα βάθια του γιαλού στου γέρου της πατέρα, και βγήκε σαν αντάρα εφτύς απ' το ψαρύ το κύμα και στο πλεβρό του κάθησε.
— Άη-Νικόλα, λυπήσου με! αναστέναξε. Μέσα στο βύθος της είδε τότε τον Άγιο με την άσπρη γενειάδα. Ζύγωσε στο σοφά πονετικός, σήκωσε το χλωμό χέρι του και της έβαλε τα δάχτυλα απάνω στα μάτια. Μια γλύκα παράξενη χύθηκε σ' όλο της το κορμί. Αποκοιμήθηκε. Η Σκρόφα, η ξελογιάστρα, γελούσε ακόμα, γελούσε ολοένα. Μα δεν την άκουσε πια, ούτε τώρα, ούτε ύστερα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν