Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 27 Ιουνίου 2025


Μου ήλθεν επιθυμία να τον ιδώ, και ευρίσκοντάς τον πλέον χαριτωμένον από εκείνο που άκουα, τον επήρα εις τόσην υπόληψιν, που τον έκαμα ένα από τους της αυλής μου, διά να τον έχω πάντα κοντά μου, να με ευφραίνη με τες διήγησές του και με τες μεσελέδες του, ο οποίος ήτον πολλά πρακτικός από όλα τα πράγματα του κόσμου· επειδή και με όλον που ήτον νέος είχε περιπατήσει πολύν κόσμον.

Όχι στην πλώρη· μήτε δίπλα μου δεν εξεχώριζα τίποτα. Τον κελαϊδισμό τους μόνον άκουα κ' εκείνον όμως κοματιαστόν, βουβόν, πνιγμένον σαν να ερχόταν από μακριά, από πηγάδι μέσα. Δαίμονας μ' έπιασε να πάω κοντά. Έλα όμως που δεν ημπορούσα ν' αφήσω τη θέσι μου. Έπρεπε ν' απαντάω κ' εγώ κάθε δυο λεφτά στον αλλαλαγμό. Ήμουν εκείνη την ώρα εγώ η φωνή της γολέτας· η ψυχή της ήμουν.

Κάθισα στο πλάγι του μισογκρεμισμένου του μύλου, και κοίταζα την ατέλειωτη θάλασσα. Άκουα τα κύματα που χτυπούσανε μέσα στις σπηλιές αποκάτω, και θαρρούσα πως αναστέναζαν. Έβλεπα τους βράχους τριγύρω και μου φαίνουνταν παράξενο πώς δε μιλούσαν, πώς δε ράγιζαν, που έφευγε η Ελένη για πάντα.

Κ' έφερνε συντροφιά όλες τις δυνάμεις της φύσεως, άπιαστες, αόριστες και ανυπόταχτες ακόμα στο αδύνατο πλάσμα. Όμως τίποτα. Το γιούσουρι σφιχτοδεμένο ακολουθούσε τ' απονέρια που έστρωνε δρόμο, νομίζεις η πρύμη της σκάφης μας. Το άκουα να δέρνεται κάποτε και να ρουχνίζη, σαν ζωντανό που παίρνει ανήφορο. Ντροπή το είχε πως ενικήθη κ' επάσχιζε με κάθε τρόπο ν' απαλλαγή.

Και ήθελα τάχα να πιω, μα δεν έβλεπα την βρύσι. Μόνον άκουα που έτρεχε το νεράκι κελαϊδιστά. Κ' εφώναζα τάχα: Πήγαινέ μετη βρύσι, Θωμαή μου, να νιφθώ, να δροσίσω τα ματάκια μου, να πιώ, να δροσίσω την καρδιά μου! Πήγαινέ μετο νεράκι, Θωμαή μου, έλεγα τάχα τυφλόςτα ξυπνητά μου, τυφλός και εις τον ύπνον μου. Η Θωμαή ακούουσα έκλαιεν. Η θεια-Αννούσα έκαμνε τον σταυρόν της.

Πόσον κατά την ομιλίαν εγοητευόμουν από τα μαύρα της μάτια! πόσον τα ρόδινά της χείλη και τα φαιδρά δροσερά μαγουλά της εφείλκυαν ολόκληρον την ψυχήν μου! πόσον, όλως βυθισμένος εις το λαμπρόν νόημα των λόγων της, συχνάκις δεν άκουα καθόλου τας λέξεις, διά των οποίων εξεφράζετο! — Περί τούτου έχεις ήδη μίαν ιδέαν, διότι με γνωρίζεις.

Όση ώρα ήμουν μαζή με το Βαγγελιό, η αγάπη μου ήτο τόσο θερμή, που τη μεταβολή, που της έκαμε η αρρώστεια, δεν την έβλεπα. Άμα έμεινα μόνος, μ' έπιασε μια ψυχρή απογοήτευση. Ένιωθα ότι όσα μούτασσε η νέα μου αγάπη βρίσκαν τόσα εμπόδια, που φαίνονταν αδύνατα. Και τώρα που δεν την έβλεπα και δεν την άκουα, δυνάμωναν όσα δυσάρεστα είχ' ακούσει γιαυτήν από τη μάνα μου κιάλλους.

Έκαμα τρισάγιο της μάνας μου, άναψα ένα κερί στην ψυχή του πατέρα μου, έρριξα και δυο ματιές στην παλιά μου αγάπη. Στη δεύτερη ματιά έφριξα ολόκορμος. — Ποιος ξέρει, επικροσυλλογίσθηκε· ποιος ξέρει αν άκουα του πατέρα μου τα λόγια τάχα δεν θα ήμουν σήμερα ο άντρας της Μαριώς; Ο πατέρας της ο καπετάν Πάραρης ήταν παλιός καραβοκύρης, συνομήλικος του δικού μου.

Εκείνοι που επήγαν γυρεύοντάς το δεν εδευτέρωσαν τον σκοπό τους. Έχει, σου λέγουν, κατιτί πλάνο κ' επίβουλο και αλλάζει χρώματα και αλλάζει σχήματα και γλυστρά σαν χέλι και θεμελιώνεται σαν πύργος και φωσφορίζει σαν ωκεανόψαρο, που παραλεί το σώμα με το πρώτο αντίκρυσμα. Το ξανθό βασιλόπουλο μάταια ζητεί ν' αγκαλιάση την ποθητή του! Εγώ από μικρός που το άκουα μ' έπιανε κάποιο αίσθημα παράξενο.

Και όταν έβλεπα καράβι να σηκώνη την άγκυρα, να βγαίνη από τον λιμένα και ν' αρμενίζη στ' ανοιχτά· όταν άκουα τις παρακινητικές φωνές των ναυτών που εγύριζαν τον αργάτη και τα κατευοδώματα των γυναικών, η ψυχή μου επέτα μελαγχολικό πουλάκι απάνω του.

Λέξη Της Ημέρας

βόηθα

Άλλοι Ψάχνουν