Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 6 Ιουνίου 2025
Τι είναι το ανθρώπινον αίσθημα! Ολόκληρον το χωριό μουρμουρίζει, και ελπίζω πως η παπαδιά θα το καταλάβη, από τα βούτυρο και τα αυγά και τας λοιπάς ενδείξεις της συμπαθείας, τι πληγήν έκαμε εις τον τόπον της.
Αλλά πάλιν εις την πίεσιν εκείνην άλλαι σκέψεις αντέτασσον ανυπέρβλητα εμπόδια: «Δεν ντρέπεσαι, της έλεγε μία φωνή αυστηρά, που έχεις κόρη της πανδρειάς; ... Αυτόν, ως εχθές τον ήθελες για γαμπρόν, και τώρα! ... Δεν ντρέπεσαι; Τι θα πη το χωριό;» Έπιπτε τότε εις πικροτάτην αθυμίαν και στενάζουσα έλεγε: — Θε μου, και πάρε με να γλυτώσω ... να μη φύγη ο νους απού την κεφαλή μου!
Τι θαρρείς; πως είνε το χωριό σου, που πας και κάθεσαι 'ς τον φούρνο ξεμανδήλωτη; Εκεί, γρηά μου, κάθουνται, 'ς την πλατέα, κυρίαις 'σαν το κρύο νερό, που έχουν γεμάτα τα καπέλλα τους από όλα τα πουλιά και όλα τα λούλουδα του κάμπου.
Αφ' όντας μικρό παιδί πήρε τον τρουβά και τη γκλίτσα στο χέρι του και πάει στα πρόβατα, δεν ξαναγύρισε στο χωριό. Ξέμαθε ολότελ' από το χωριό τώρα. Άλλοι του παν το ψωμί, άλλοι του παν την αλλαξιά· όλο στα βουνά του αυτός, στα κλαριά, στους ίσκους. Το χειμώνα κατεβαίνει στα χειμαδιά της Λάμαρης. Πού να ζυγώσ' εκεί στο χωριό! Ούτε κι από γυναίκα ξέρει ακόμα.
Μια και δυο γέρνουν πάλι στο χωριό, και παν στου Παπα-Ξυδέα. Με καρδιοχτύπι και τρομάρα πιάνουν και του μολογούν λαχανιασμένοι: το και το, παπά μου! Παίρνει ο παπάς το θυμιατό και παίρνει το Σταβρωμένο. Περνάει βιαστικά το πετραχήλι στο λαιμό, τον παίρνουν και παν κατά το ξάγναντο στη βάρδια της Δραμαλούς.
Ενώ δε απεμακρύνετο, εμονολόγει: «Δε θέλω να μου μιλής ... Διάολε, με το ζόρε αγάπη; Να πάρης τον Τερερέ να γενή το κέφι ταδερφού σου. Δε σε θέλω, τζάνε μου· πως το λένε; ... Έχει κιάλλες κοπελλιές το χωριό δέκα βολές καλλίτερες. Καλλίτερη 'σαι συ απού το Μαρούλι;» Ούτω βαδίζων εξήλθεν από το χωριό, χωρίς να το καταλάβη.
Μια Ψηλοτοπίτισσα νάρθη και ν' αδιαντροπιάζη μες στο χωριό τους! Να φυλάγουν και τέτοιον παπά! Και καλά να τους πιάσουν αμέσως, και να τους ρεζιλέψουν. Και δίχως λέξη να πουν του γέρο Θωμά, βαλθήκανε στη δουλειά. Πήγανε μερικοί με μαγκούρες και τριγύριζαν το κελλί ένα σαβατόβραδο. Χτυπούν την πόρτα, — σιωπή. Σπάνουν την πόρτα και μπαίνουν. Η πιτρόπισσα λιγοθυμισμένη, ο παπάς σαστισμένος.
Σηκώθηκε η γριά ορθή κι' είπε στη Μαριανθούλα περίλυπα: — Να το σήκωμα των φτερών της κόττας! Πάη κι' αυτή η ελπίδα! Το σημάδι έδειχνε τον ερχομό του παπά, πούρθε από το χωριό τ' να μας λειτουργήσ' αύριο..
— Και τι να μας κάμη ένα πετεινάρι, θεια, είπεν ο Σταμάτης, που έχουμε κι' άλλους δικούς μας κάτω στο χωριό; Μισό μοναχά θέλω εγώ στο μερδικό μου . . . — Θα πάρω δύο απ' την Κοκκινίτσα, Σταματάκη μου, φτάνει να μου δίνη, είπεν η Μαχώ. Ευθύς τώρα η γρηά Φαλκίτσα ήρχισε να διηγήται πώς και διατί ήλθε, μαζύ με τον εγγονόν της εις τοιαύτην ώραν.
Φοβόταν, αλλά για τίποτε στον κόσμο δεν θα εγκατέλειπε τον τυφλό. Έμεινε εκεί μια ώρα, δυο, τρεις. Ο τόπος ήταν έρημος: ο κόσμος ήταν κάτω, στο πανηγύρι, και το χωριό σ’ εκείνη τη γωνιά έμοιαζε ακατοίκητο. Ο ήλιος έπεφτε επάνω στις στέγες από σχίζες των μικρών, χαμηλών και φτωχικών σπιτιών που έμοιαζαν με καλύβες.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν