Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 6 Ιουνίου 2025
Και το ταχύ, μόλις ετσάκισαν τα εφτά μεσάνυχτα κ' έσκασε μες τ' ανατολικά κορφοβούνια το λαμπρότατο αστέρι, ο Γελαντζής, ξάφνου μαζί κ' η πέντε καμπάνες των αψηλών μας καμπαναριών ανατάραξαν το χωριό, σκόρπισαν από τα ματόφυλλα των χωριανών τον γλυκόν αυγερινό ύπνο, σαν ανεμοζάλη ωργισμένη που σηκώνετ' άξαφνα και σκορπάει την πάχνη και την καταχνιά που πλακώνουν την πλάση.
Καρδιοχτύπι φοβερό είχε πιάση όλο το Μικρό Χωριό, εξόν της νυφοκόρης, της Κώσταινας, που περίμενε μ' ανυπομονησιά να χτυπήση το σήμαντρο της εκκλησιάς και να πάη το ίσκιωμα μαζύ με το μουλάρι του και με το κυπρί του στ' άφαντα και στα κατακλείδια της γης, όπου έχει το κατοικειό του, αλλά ο σήμαντρος δεν ακούονταν...
Εδίπλωσε καλά τα λουκάνικα στην άκρη το σάβανό του, τάκρυψε διαμάσκαλα στον κόρφο του, και δώθε παν οι άλλοι. Εχάθη! Όλο το χωριό, αχάραγο ακόμα, ήσαν ανάστατο. Αν τύχαινε και κανένας βάρυπνος να βαρυκοιμάται ακόμη, εξύπναε κι αφτός τρομαγμένος από την ποδοχαλή, που εγινόταν στους δρόμους έξω και τις σπαραχτικές φωνές τω γυναικών, που εθόλωναν τον αέρα κ' εσειώταν ο τόπος.
Εξ εναντίας η Μαργή, αποδίδουσα εις αυτόν τα αίτια διά τα οποία ο Γιαννάκος την απηρνήθη και επροτίμησεν άλλην, τον εμίσει περισσότερον. Φοβουμένη δε πάντοτε, αφού έβλεπεν ότι και ως φυγόδικος ο Πατούχας ετόλμα να έρχεται εις το χωριό, διενυκτέρευε πολλάκις εις συγγενικά σπίτια. Αλλά και της χήρας τα βάσανα εξηκολούθουν, επιδεινούμενα μάλιστα ημέραν με την ημέραν.
Είναι εξοικειωμένα μ' εμένα· μου διηγούνται χίλια δυο, και μάλιστα τέρπομαι εις τα πάθη των και τας αφελείς εκρήξεις της ζηλοτυπίας των, όταν και άλλα παιδιά συναθροίζωνται από το χωριό. Πολύν κόπον εδοκίμασα ν' απαλλάξω την μητέρα των του φόβου, που είχε, μήπως τα παιδιά ενοχλήσουν τον κύριον. 30 Μαΐου.
Καθώς όταν ψοφήμι πεταχτή σε κατοικημένα λημέρια, κι αρχίζη ώρα με την ώρα και φορτώνεται ο αέρας θανάσιμη βώχα, έτσι και στο χωριό μας το ήμερο, το γελαστό, το καθάριο, μια και τούχυσε στάλα η λυσσασμένη η μαζώχτρα από τα σπλάγχνα της, λες κι άνεμος φύσηξε και μετάδωκε το μόλυσμα από δρόμο σε δρόμο, από σπίτι σε σπίτι, από στόμα σ' αυτί.
Ντυμένο μες τους αθογαλερούς αφρούς, χωμένο μες τ' αμάλαγα μπαμπάκια το χωριό, εφάνταξε πανώρια ζωγραφιά, θεόγραφτη, κρεμάμενη στου χιονισμένου του βουνού τον κάτασπρον το ρόβολο.
— Αχ, τα πλερώσαμε όλα με γυναικόπαιδα και με σπιτικά, τότες που γυρίζανε λυσσασμένοι και έσερναν ανατολικά οι καταραμένοι! είπε με βαρύ αναστεναγμό ο Αλεξαντράκης. Κ' ήρθε, θαρρώ, η ώρα νακούστε και το τι τράβηξε αυτό το χωριό, εκεί που κανένας μας μήτε τουφέκι πια δε σήκωνε μήτε σημαία δεν κράταγε. — Την παλιά τους την τέχνη, φωνάζει ο Σφακιανός.
— Να πάω εγώ μοναχή μου, να ιδώ, μην έπεσε πουθενά. ..... Μπορεί να μπήκε μες την Παναγιά να κάμη το σταυρό του. — Πώς να πας μοναχή σου, πάλι; — Θα πάρω και το λαδικό ν' ανάψω τα κανδήλια της Παναγίας . . . Κεράκια έφερα απ' το χωριό . . . Μη φοβάσαι!
Εφτά βούρλα λοιπόν, πλεγμένα σ' ένα κλαδί λυγαριάς και μαζί εφτά προσευχές στον Κύριο και στην Παναγία του Ριμέντιο, μεγάλη η χάρη της. Να εκεί κάτω στο γαλάζιο ορίζοντα του δειλινού το εκκλησάκι της και ο περίβολος από καλύβες ήρεμος σαν προϊστορικό χωριό, εγκαταλειμμένο εκεί από αιώνες.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν