Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 6 Ιουνίου 2025


Ώσπου νάρθ' η ώρα που βγαίνουν οι δουλευτάδες, τα δυο ταδέρφια ροβολούσαν κατά το χωριό από την άλλη την πλευρά με δυο ζευγάρια κοτσύφους.

Μόνο μερικοί γέροι απομείνανε στο χωριό. Τους έσφαξαν όλους. Μα ας τα πούμε με τη σειρά τους αυτά τα δικά μας, να μάθετε και γιατί αυτή την ώρα δεν τη χαρούμαστε την κατακαημένη μας την Καλλίτσα. Ανασηκώνεται εδώ άξαφνα ο Μυλόρδος μ' ολοάνοιχτα μάτια. Γλήγορα όμως συμμαζώχτηκε πάλι, ίσως να την καλακούση την ιστορία. — Είχαμε τότες θανατικό στο χωριό μας, λέει ο Προεστός.

Ο γιατρός σίμωσε, έπιασε το κερένιο χεράκι του, το κοίταξε καλά στα μάτια, και φυσώντας πάντα άγρια τα πλατειά ρουθούνια του: — Πόσων χρονών είνε το παιδί σου, κυρά μου; — Δεν έκλεισε το μαύρο τα έξη χρόνια ακόμα... — Και από πιο χωριό έρχεστε; — Πού χάθηκε το χωριό για μας, αφέντη μου.

Οι άνδρες εξεκαρδίζοντο, αι δε γυναίκες, μεταξύ των οποίων εισώρμα κατά προτίμησιν, απεσύροντο με ανησυχίαν προ του ανθρωποειδούς τετραπόδου και εγέλων ως γαργαλιζόμεναι όταν ο Σάτυρος επλησίαζεν. Είχαν περάση τα μεσάνυκτα όταν εχωρίσθη από τους φίλους του. Το χωριό είχεν ήδη κοιμηθή και επεκράτει σιγή, την οποίαν μόνον κραυγαί των αλεκτόρων ή γαυγίσματα διέκοπτον από καιρού εις καιρόν.

Αγρίεψε, έστριψε το μουστάκι του, γούρλωσε τα μάτια του, ξερόβηξε, βρόντηξε τη σακαράκα του, και κατέβασε δυο τρία μουρόρακα τόνα κοντά στ' άλλο. Ζήτησε να του φέρουν μπροστά του αυτούς τους δύο ι ε ρ ό σ υ λ ο υ ς, θέλησε να στείλη για δύναμη στο χωριό, για να τους κλείση την αστυνομία, για να τους στείλη νύχτα στην εισαγγελία, αλλ' ο ηγούμενος τον μπόδισε. — Τόρα νύχτωσε, κυρ αστυνόμε.

Μα τι κατάλαβες που βρεθήκαμε έρμοι και μοναχοί σαν πλάκωσε το κακό από την Ανατολή! Τα ίδια της Χίος, μόνο κάτι μικρότερα. Πήραμε όλοι μας τα βουνά. Είτανε νύχτα, και τρέχανε σα λυσσασμένοι κατόπι μας. Μα μεις ξέραμε τα κατατόπια, κι αυτοί δεν τάξεραν. Κ' έτσι γλύτωσαν πολλοί, αν και το χωριό μας ρημάχτηκε. Μα εγώ τέτοια τύχη δεν είχα.

Τάκουγε ο μικρός ο Παυλής πως είχε ένα όμορφο χωριό ως μιάμιση ώρα από το δικό του πίσω από ταντικρυνό το βουνό, και το λόγιαζε με βαθιά λαχτάρα και με κάμποση στενοχώρια το βουνό εκείνο, που τούκρυβε το χωριό και δεν τον άφινε να δη από μακριά μήτε σπίτια μήτε παράθυρα ναντιφέγγουνε με το βασίλεμα του ήλιου, καθώς γυιάλιζαν άλλα χωριά σε όρη πιο μακρινώτερα.

Εσείς θα έρθετε όταν θα είναι έτοιμα τα λαχανικά και τα φρούτα για να τα πάτε στο χωριό… Το άλογό σας όμως δεν αντέχει το δισάκι!», πρόσθεσε μισοκλείνοντας τα μάτια μπροστά στη λάμψη του ποδηλάτου. «Θα φύγω για το Νούορο!», είπε ο Τζατσιντίνο κοιτάζοντας ωστόσο το κτήμα από κάτω προς τα επάνω, όπως κοιτάζουμε έναν άνθρωπο. «Θα έρθετε καμιά φορά!

Η Παναγιά να τη δυναμώνη τη δόλια, να μην της έρθη και τίποτις. Από πού ξεφύτρωσες εσύ τώρα! Να μην τάφερες τάλογα από κανένα χωριό; Κερ. Τι χωριό και τι ξεχωριό! Οληνυχτής ταξίδευα με το φεγγαράκι. Πρι να προβάλη ο ήλιος ξεκίνησ' από τη χώρα, και να 'μαι τώρα. Αμέ τι θαρρείς; Έτσι μονάχα, θα γίνεται γάμος και γω θα γυρίζω \ μες στα βουνά; Γαρουφ.

Μα η Άσπρη θάλασσα είνε απέραντη. Αρχίζει από το Γιβραλτάρι, και φτάνει στη Συρία. Σε ποιο μέρος της Άσπρης ήταν αυτός; Άρχισαν οι νησιώτες άντρες και γυναίκες, θαλασσινοί απόμαχοι και γυναίκες γλωσσοκοπάνες να δαιμονίζονται. Με τη φαντασία εψαχούλεψαν κάθε νησί της, κάθε χωριό, κάθε συνοικία· έπιαναν κάθε ξενοπάτη και τον εξέταζαν: — Μπρε καλέ μου, μπρε άρχοντα!

Λέξη Της Ημέρας

συγκατάνευσε

Άλλοι Ψάχνουν