Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 6 Ιουνίου 2025


Είχε την απαλάμη του διανοιγμένη στο πρόσωπό του απάνου, σα να φασκελωνόταν μοναχός του!.. — Ξαφνικό μεγάλο!.. — Η καψο-Λιακού επαραλόησε, ακούς. Επήρε τα βουνά ζουρλή η μάβρη, και τρέχει πίσωθέ της το χωριό, να την πιάσουν μην πέση πουθενά και γκρεμιστή, κι ακόμα να την πιάσουν, συφορά της!..

Ιδών αυτήν ο Σαϊτονικόλής, μεταξύ άλλων γυναικών, την εχαιρέτησε φαιδρώς μακρόθεν και την ηρώτησε τι ήθελε στην ξένη γειτονιά, διότι το σπίτι της ήτο στην άκρη του χωριού. Και τι μαθαίνει από τη θυγατέρα της το Μαρούλι, που ήτο στη χώρα. Να μη τύχη και την κρατήσουν εκεί μέσα. Δόξα σοι ο Θεός το χωριό είχε γαμπρούς καλλίτερους κιαπό τη χώρα. Και διά νεύματος έδειξε τον Μανώλην, υπομειδιών.

Αλλ' ενώ ούτοι κατέβαιναν από καιρού εις καιρόν εις το χωριό, διά να εκκλησιάζονται και μεταλαμβάνουν, ο Μανώλης ουδέ την ανάγκην ταύτην ησθάνετο. Από την θρησκείαν διετήρει μίαν ιδέαν στοιχειώδη και αμυδράν.

Είνε ο Κώστας ο Αρλετής, ο γλυκόφωνος ψάλτης του Άηδημήτρη· είνε φρεσκοξουρισμένος και παστρικαλλαγμένος σα γαμπρός. Η χαρά του είνε μεγάλη κ' η περηφάνεια του ακόμη μεγαλείτερη. Είνε δικό του το κατόρθωμα. Αν θάχη το χωριό θαματουργόν άγιο, σε κείνον θα το χρωστά. Αυτός έγινεμήστητί μου, Κύριε! — το σκεύος του Κυρίου το εκλεχτό.

Άμ' άρχισε κι άκουγε ταχτικά κι απανωτά ρουχαλίσματα αποκάτω, τινάζεται απάνω, και στακροπόδια του περπατώντας πάει και καθίζει κοντά σε παράθυρο. Ανάβει ένα τσιγάρο και κοιτάζει όξω. Κοιμητήρι αυτή την ώρα τολοζώντανο το χωριό. Βασιλεμένο και το φεγγάρι, ξάνοιγες δεν ξάνοιγες τα μέρη της εξοχής γύρω, λιόδεντρα από χλωρασιές, βράχους από χαμόδεντρα.

Εκείνοι που αφίνουν το χωριό τους και παν σε μεγαλύτερα κέντρα για να σπουδάσουν, εκείνοι που, με κάποια υποστήριξη, είτε της οικογένειας είτε των φίλων, του βουλευτή τους ή του Δεσπότη, εξακολουθούν τις σπουδές τους, και από το χωριάτικο σχολειό της χώρας, στο γυμνάσιο, κ' έπειτα στο πανεπιστήμιο.

Διά ν' αποφύγουν τας πρωινάς σκηνάς, δεν τον είχον παραλάβει εις τον απογευματινόν περίπατον. Όταν δε ο Μανώλης τον επανείδε, τον ενηγκαλίσθη με διάχυσιν και του είπε: — Δεν ξαναπάμε μπλιο στα όρη, αι, Τριαμάτη; Στο χωριό 'νε καλά.. . έχει και κοπελιές ώμορφες. Είδες εσύ το Πηγιό, πούχει τσοι βασιλικούς και τα μαύρα μάτια; ... Δεν ξαναπάμε στα ωζά, αι, Τριαμάτη;

Έτσι θα ματαίωνε και τη συνάντηση του αποχαιρετισμού, διότι ο κρυφός σκοπός τση ήτο να πάω από του Άη Θωμά στην πόλη, χωρίς επιστροφή στο χωριό μας. Απ' αυτή την πρόταση το πειο ελκυστικό ήτο ότι θα πήγαινα στο πανηγύρι της Καλυβιανής, ότι θάβλεπα θαύματα κιότι πιθανώς ένα απ' αυτά να ήτο και το γιάτρεμα του Βαγγελιού.

Όταν προ δυο βδομάδων ήρθα στο χωριό, ήμουν τόσο χαρούμενος, με τόσες ελπίδες ευτυχίας, και τώρα είχα την απελπισία στη ψυχή. Κη μελαγχολία μου φάνηκε στη μορφή μου. Ωχρίαζα κιαδυνάτιζα, ως έλεγεν η μητέρα μου, κιαυτό το μεταχειρίστηκε ως πρόφαση εναντίο του Βαγγελιού.

Ένα πρωί βρέθηκε νεκρός στη δημοσιά, πάνω στη γέφυρα, μετά το χωριό. Πρέπει να είχε πεθάνει από συγκοπή, επειδή δεν είχε κανένα ίχνος βίας επάνω του, μόνο μια μικρή πράσινη κηλίδα στο λαιμό, κάτω από το σβέρκο.

Λέξη Της Ημέρας

συγκατάνευσε

Άλλοι Ψάχνουν