Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 6 Ιουνίου 2025


Ο διάβολος που χύνει την σφαίρα για τον φονιά, χύνει και μια για τον εκδικητή του. Άκουσε λοιπόν. Ίσως δεν ηξεύρεις ότι ο φονιάς του αδελφοποιτού μου μ' έκαμε να κινδυνέψω, να ληστευθώ από ένα μυλωνά, να διωχθώ από τον πεθερό μου, και να ξεπέσω άρρωστος στο χωριό σας. Μάθε το λοιπόν, να που σου το λέγω.

Σας αφίνω διάτα, όταν έρθ' με το καλό ο Βασίλ'ς μου, όταν σας πάρουν τα σχαρήκια, νάρθ' ένας σας απάνω στο μνήμα μου, να ρίξ' τρία βροντερά ντουφέκια και να μου φωνάξ' δυνατά: — «Μάννα, ήρθ' ο Βασίλ'ς!» Τ' όνομα του Βασίλη είταν η υστερινή της λέξη. Η δόλια η Μάννα δεν είταν πλειο στη ζωή. Αντήχησαν τα μυρολόγια, δυνατά, κι' όλο το Χωριό έτρεξε στο χαροχτυπημένο σπίτι.

Κι ώσπου να βγη στην πόρτα της, εβγήκεν η ψυχή της. Φάντασμα της Αγιά Μαρίνας Παλικάρια, Κορίτσια, βιολιτζήδες Τόπος, χωριό της Ανατολής.

Τον φώναξε όμως μια γνώριμη φωνή: ήταν η νεανική φωνή, λίγο λαχανιασμένη όμως, ενός αγοριού που κατοικούσε πλάι στο σπίτι των Πιντόρ. «Μπαρμπα- Εφισέ, μπαρμπα- Εφισέ!» «Τι τρέχει, Τζουαναντό; Είναι καλά οι κυράδες μου;» «Ναι, είναι καλά, μου φαίνεται. Με στέλνουν μόνο για να σας πω να γυρίσετε αύριο νωρίς στο χωριό, γιατί θέλουν να σας μιλήσουν.

Κατέβη οπίσω εις τον Κάτω Άι-Γιαννάκην, αλλ' αφού κ' εκεί δεν εύρεν ικανόν χόρτον διηυθύνθη απώτερον κάπου εις την θέσιν Έρμο Χωριό, κ' εκεί έδεσε τέλος το ζώον εις την ρίζαν αγρίου δένδρου, εντός ασπάρτου αγρού και πλησίον εις ένα φράκτην.

Γέλασε το πλήθος δυνατά με το πάθημα του κυρ δήμαρχου. Έπειτα έκαμε τόπο κι ανέβηκε οκνά τη σκάλα ο Γερόλυμος ο Προβατάς. Ήταν ένας γέρος νησιώτης, κοσμοπερπατημένος και πολυκάτεχος. Η τύχη τον έρριξε στο χωριό κ' έμειν' εκεί από χρόνια, σαν ξύλο παντοπλάνητο που κατακάθεται σε μιαν ακρογιαλιά ώστε να σαπίση και να διαλυθή.

Σαν κάτι να περίμενε, κάτι που έμελε να γίνει και στο αναμεταξύ γυρόφερνε στο χωριό, μεθούσε από τον ήλιο μπροστά στην πόρτα της εκκλησίας. Το χωριό, λευκό κάτω από τα γαλάζια βουνά τα ολοκάθαρα σαν φτιαγμένα από μάρμαρο και αέρα, φλέγονταν σαν να ήταν ασβεσταριά.

Ο Σιφογιάννης ήτο εξηντάρης και πάνω. Αλλά σαν αυτό δουλευτής δεν ήτον άλλος στο χωριό. Γιαυτό, αν κ' ήτο θεοφοβούμενος, η μεγάλη φιλοπονία του τον τραβούσε καμμιά φορά και τις εορτές να μη μένη αργός. Αλλ' ως ελάφρωμα στη συνείδησή του είχε την πρόφαση ότι δεν έκανε βαρειές δουλιές τις εορτές.

Χρόνια πολλά τόρα ξακλήρισε σύσπιτη η γενιά του βρυκόλακα. Μια ράτα, κάμποσον καιρό μπροστά, ανέβηκα για κυνήγι στο χωριό. Επήρα την κυρούλα μου, κ' επέρασα στου βρυκόλακα το σπίτι·Να, μου λέει η κυρούλα μου, δείχνοντας μιαν αγκωνή χάμω λαδωμένη·Να, μου λέει· εδώ ήταν οπάδιασε τα λουκάνικα στο σάβανό του ο βρυκόλακας. Η

Δέκα ευζώνοι κι ο δεκανέας έντεκα. Η πανούκλα νάτανε δε θα τρόμαζε τόσο το χωριό. Φευγιό και πάλι φευγιό. Φτωχοί άνθρωποι. Μια φωνή ακούστηκε: — Τ' απόσπασμα! Κι έσβυσαν οι φούρνοι, βουβάθηκαν τα παιδιά, ανεμοζάλη φύσηξε. Το μισό χωριό πήρε το λόγκο κι όπου φύγη φύγη.

Λέξη Της Ημέρας

συγκατάνευσε

Άλλοι Ψάχνουν