Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 6 Ιουνίου 2025
Ο Σαϊτονικολής εμελέτα σειράν όλην εξημερωτικών μέσων, εκ των οποίων το πρώτον ήτο να τον αντικαταστήση ο Μανώλης, ως ανάδοχος, εις έν βάπτισμα, διά το οποίον είχε δώσει υπόσχεσιν. Το πρωί της επιούσης, μετά την λειτουργίαν, δεν εχρειάσθησαν πολλαί προσπάθειαι διά να πεισθή ο Μανώλης να κάμη μετά του πατρός του ένα γύρον εις το χωριό μέχρι της αγοράς.
Η κοκώνα της χώρας τα θέλει τα δάκριά της να τα χύση στο θέατρο. Δεν της μένουνε για ζωντοχήρες και για χαροκαμένες. Στη χώρα έχει ανοιχτά μαγαζιά, και πηγαίνει όποιος θέλει και βρίσκει το Ψυχικό. Στο χωριό τέτοια μαγαζιά δεν έχει. Πηγαίνει η φτωχή στης αρχόντισσας, της δίνει τον πόνο της, και παίρνει ένα κομμάτι ψωμί.
Τέτοια διαλάλησε προσταγή το σαββατόβραδο στο μεσοχώρι και στ' ανηφορικά σταυροδρόμια ο πρωτόγερος, ανεβαίνοντας σε ξάγναντους και σε πεζούλια απάνου, ακουμπώντας κατά πίσω το χοντροκαμωμένο κορμί του στο δεκανίκι του το κρανένιο και προβάλλοντας κατά 'μπρός τ' ανοιχτά στήθια του, ως νάθελε να βγάλη μες από τα σωθικά όλη του τη βροντερή φωνή και να την χύση σ' όλο το χωριό γύρα.
Η δημοσιά μέχρι το χωριό ήταν ανηφορική κι εκείνος περπατούσε αργά επειδή τον προηγούμενο χρόνο τον είχαν εύρει οι θέρμες της μαλάριας και τα πόδια του δεν τον βαστούσαν πια.
Και θυμάται τα βώδια, το αλέτρι, το χώμα, τις αγελάδες, τα δέντρα, και τις πέτρες του βουνού, και τα λιθάρια του δρόμου. Του φαίνεται πως δεν τα δούλεψε όσο έπαιρνε. Φεύγουν όμως και άλλοι από το χωριό.
Δεν μπορεί να πη κανείς πως έχει πατριωτισμό ξεχνώντας τον τόπο του, κι' αν τύχη νάναι ο τόπος του όχι μεγάλη πολιτεία, παρά και μικρούτσικο χωριό ακόμα. Με τα «Διηγήματα της ξενιτειάς» του ο μεγάλος διηγηματογράφος μας και έξοχος ποιητής Χρ.
Και καθώς έκανε το σεργιάνι του, στεκότανε και μπροστά στον τάφο του Λαζαράκη. Περνούσαν ο κόσμος και διάβαζαν στο μάρμαρο: «&Εδώ αναπαύεται εν Χριστώ ένας καμπούρης&». Έπειτα γυρίζανε κατά τα άλλα τα μνήματα κι' αρχίζανε τα γέλια : «Όλοι τούτοι οι άλλοι στην αράδα, θα ήσαν ίσιοι στη ζωή τους, μωρέ μάτια μου!» Ήρθε η νύκτα και το χωριό, σα μια ψυχή, γλυκοκοιμήθηκε στην πλαγιά του βουνού.
Και άλλοι ακόμη έλεγαν, πως κάποια τυχερή κοπέλα του χωριού η ομορφότερη, τον έμπλεξε στα δίχτυα της. Κατεβαίνει από τους λόγκους τους πυκνούς που το σκεπάζουν το χωριό ολόγυρα. Μπαίνει πάντα αθώρητος και αγνώριστος ο Τρύφος μες τα βαθιά σκοτάδια, κατά τις βροχερές τις νύχτες του χειμώνα.
Αλλά τότε έγινε ανάγκη να πάω σανώτερο σχολείο στην πόλη, που απείχε μιας μέρας και περισσότερο δρόμο από το χωριό μας. Εγώ δεν ήθελα να πάω. Ούτε φιλοδοξία να μάθω περισσότερα είχα, ούτε να γνωρίσω άλλους τόπους πεθυμούσα. Το χωριό, όπου 'τον το Βαγγελιό, οι δικοί μου κοι φίλοι μου, ήτον αρκετό για την ευτυχία μου. Αλλά τι να κάμω; το μόνο που μπορούσα ήτο να κλαίω κέκλαψα πολύ.
Ήτο το μικρότερο των παιδιών της . . Έμενα σιωπών. — Και ο άνδρας μου, είπεν, επέστρεψεν από την Ελβετίαν, και δεν έφερε τίποτε, και χωρίς την βοήθειαν καλών ανθρώπων θα εζητιάνευε από χωριό, σε χωριό έως εδώ· επήρε θέρμες στο δρόμο. — Δεν μπόρεσα να της ειπώ τίποτε, και εχάρισα κάτι στο μικρό, με παρεκάλεσε να δεχθώ μερικά μήλα, το έκαμα, και άφησα τον τόπον της λυπηράς αναμνήσεως. 21 Αυγούστου.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν