Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 19 Ιουνίου 2025


Αυτοί όμως είχαν πάντα τον Καλέμη και δεν τον άλλαζαν ποτέ. Μα εκείνη τη χρονιά η αμαρτία το έφερε να χωρίσουν. Ο πατέρας σου εμπήκε σε μια Αιγινήτικη μηχανή. Ο αρραβωνιαστικός μου έμεινε με τον Καλέμη. Μόλις επήρε την προκαταβολή έτρεξε κοντά μου. — Πάρτα, Χρυσούλα, μου λέγει και φύλαξέ τα κόμπο. Αν γυρίσω πίσω να κάνουμε το γάμο και ν' ανοίξουμε το σπίτι.

Ουφ! κύτταξε! υπεκρίθη η πολυπράγμων Φουλίτσα, άλλο ήθελα να πω, και άλλο είπα. Νά, λέει, παίρνεις τον κυρ-Δμάκη, τον δεκατιστή. — Να σ' πω, Φουλίτσα, απήντησε μετά τινος αορίστου υπερηφανείας η Αχτίτσα, ανύποπτος. Να πούμε και την μαύρ' αλήθεια. Το Ματώ μ' είναι ώμορφο. Πολλοί μου το γυρεύουν. Το ξέρει όλος ο κόσμος, θαρρώ. Τον κυρ- Δμάκη τον γνωρίζω τώρα χρόνια και ζαμάνια.

Απογύμνωσες τη διάνοιά σου για να μας δώσης της ιδέες της, την ψυχή σου για να μας χαρίσης την αγάπη της και το θυμό τηςκαι καταδέχτηκες απ' το μεγάλο σου έργο, απ' τη φωτιά, ν' αφήσης ν' ανάψωμε τον κεραυνό μας που σε σκοτώνει. Τώρα τελείωσαν όλα. Δεν έζησα παρά μια στιγμήμόνο χίλια χρόνιακι' είνε θλιβερό να πεθαίνη ένας Θεός νέος μέσα σ' ένα λαό σαν τους Έλληνες.

Ο Γάκης ο Γκιτρίμης έλεγε να περάσουμε αποβραδύς και τα Χαλάσματα, για να μη βρούμε το δρόμο χαλασμένο την αυγή. Μα νύχτα πάλι πώς να περάσουμε τα Χαλάσματα, που κινδυνεύαμε χωρίς άλλο να χαθούμε; Ύστερα ο Γιάννης ο Ροκάς από το χωριό κι ο Δήμος ο Αλοίμονος από το Παλιοχώρι, πούχαν πάρει τη χρονιά εκείνη το δρόμο, θάβγαιναν την άλλη μέρα με τους αργάτες και με τα σύνεργά τους και θα τον έφτιαναν.

Μες εκεί που ολομόναχο στενό και δυσέβρετο μονοπάτι φέρνει, από τα χρόνια εκείνα της παλληκαριάς και του πολέμου, από το ποτάμι στο Κακοσούλι απάνου, κι οπού τ' ανέβαιναν τότες η Σουλιώτισσες ζαλικωμένες με βαρέλες νερό και τραγουδώντας. Το σκοτάδι πίσσα περίγυρα. Κάτι λίγο ξεχώριζε μπροστά του τ' άσπρο ρέμμα του ποταμού που μούγγριζε σα να τον φοβέριζε να τον καταπιή.

Αυτή η ιστορία εξακολουθούσε χρόνια και χρόνια. Είταν ακόμη νεια η κάκω η Μήτραινα, όταν, χήρα πεντάμορφη και πεντάρφανη, ξεκίνησε τον μονάκριβο της τον Γιάννη για την έρημη την Ξενιτειά.

Πολύ φυσικό αυτό, μια και δεν είταν πια η Ρώμη μήτε πρωτεύουσα μήτε δευτερεύουσα, παρά κατρακύλησε και πήγε η πολιτική σημασία της μαζί με το δυτικό Κράτος μερικά χρόνια κατόπι από τη Σύνοδο εκείνη.

Η Παυλίνα έκανε χάζι το μικρό συνεφάκι που ανέβαινε απάνω απ' την περαστική σκιά κ' ύστερα έσβυνε και σκορπούσε σαν να μην ήτανε. Ίσως να τον αγάπησε και γι' αυτό. Ποιος ξέρει; Η Παυλίνα είχε μια μεγάλη κούκλα, που, λίγα χρόνια πριν, ήτανε ίσα με το μπόι της.

Μου φάνηκε, πως άνοιξαν τα ουράνια, θαμπώθηκα από το φως, που χύθηκε μπροστά μου από την είδηση, ότι ζη η μαννούλα μ'. — «Βρε αδερφέ, του λέγω, μη με παραπαίρ'ς έτσι! Εγώ έχω γράμμα εδώ και τριάντα χρόνια, ότι η μάννα μ' είναι πεθαμένη.... θάχης κανένα λάθος.... » «Τον κακό σου τον καιρό! μου είπε. Η μάννα σ', ωρέ μπουμπουνισμένε ζη και ζαίνεται με τες αργατιές, και συ κάθεσαι στα Ξένα και.... »

Ξέρει με τι τρόπο μιλούσαν, είναι τώρα χιλιάδες και χιλιάδες χρόνια, είδε μάλιστα που μιλούσαν πάντα με τα ίδια λάθη . Έπρεπε αφτά να διδάσκουνται χωρίς άλλο στο σκολειό ή τουλάχιστο στο πανεπιστήμιο. Είναι αλήθεια που για ναραδιάση κανείς όλα τα λάθη της αρχαίας, θα του χρειάζουνταν καμιά δεκαριά τόμοι, χίλιες σελίδες ο κάθε τόμος.

Λέξη Της Ημέρας

συγκατάνευσε

Άλλοι Ψάχνουν