Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 22 Ιουνίου 2025


Αν νικήσω κράτησέ με κοντά σου. Ή, αν δε θέλης να με κρατήσης, θα φύγω σε μακρυνόν τόπο». Κανείς δεν εδέχθη την πρόκλησι του Τριστάνου. Ο Μάρκος πήρε στα χέρια του τα χαλινάρια του αλόγου της Ιζόλδης, κ' εμπιστευόμενος τη Βασίλισσα στο Λιντάν, πήγε παράμερα για να πάρη συμβουλή. Χαρούμενος ο Ντινάς έκαμε στη Βασίλισσα χίλιες τιμές και χίλιες περιποιήσεις.

Αλλά και μερικοί άντρες σταματούσαν γύρω από τον τυφλό γέρο και τον ψεύτικο άρρωστο, ένας μάλιστα έσκυψε για να δει καλά τον όγκο. «Ναι, ο Θεός να βάλει το χέρι του», είπε, «ήταν ακριβώς έτσι και έζησε μόνο ένα χρόνο.» «Μόνο ένα χρόνοφώναξε ένας άλλος. «Α, δεν θα μου έφτανε να τελειώσω ούτε τρεις από τις χίλιες δουλειές που έχω στο μυαλό μου. Έλα, πάρε

Δεν μπορείτε και σεις πλεια, να 'κονομήσετε χίλιες ψωροδραχμές! — Σαν είχα 'γώ χίλιες δραχμές, δεν έκαμνα γαμβρό τον σερσέμη! Είπε με την ωργισμένην φωνήν της η Μιλάχρω. Η Θεια-Σταματίτσα ηθέλησε να οργισθή και αύτη και να φύγη, αλλά πάλινκαλή χριστιανήανεγνώριζε το δίκαιον της Μιλάχρως.

Ακούστε πώς προλαμβάνει και ειδοποιεί τον φίλο της: «Άρχοντα Τριστάνε, τι τόλμη πήρατε; Να με τραβήχτε τέτοια ώρα σ' αυτό το μέρος; Χίλιες φορές μ' έχετε προσκαλέσει για να με ικετεύσετε, λέγατε. Τι να με ικετεύσετε; Τι περιμένετε από μένα; Επί τέλους ήρθα: γιατί, δε μπορώ να το λησμονήσω, ως Βασίλισσα είχα αυτήν την υποχρέωσι. Να με λοιπόν. Τι θέλετε;

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Τι κακό! Ε συ! αποκοιμήθηκες; ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Όχι, μα τον Απόλλωνα. ΣΩΚΡΑΤΗΣ Τίποτε δεν θυμήθηκες; ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Ω, μα τον Δία, τίποτε. ΣΩΚΡΑΤΗΣ Τίποτε; ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Έχω φέρη, — αυτό και μόνο: την ψωλή μέσ' στο δεξί μου χέρι. ΣΩΚΡΑΤΗΣ Πώς; γρήγορα δεν θα σκεφθής κουκουλωμένος κάτι; ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Κανενός τους τόκους να πληρώσω δεν θέλω, και το άκουσες χίλιες φορές.

Ούτε εγώ δίχως εσέ». Σταματάει τ' άλογό της, κατεβαίνει, πηγαίνει σε μια φοράδα που βάσταζε ένα μικρό σπητάκι σκυλλιού στολισμένο με πολύτιμα πετράδια. Κει μέσα σ' ένα πορφυρό χαλί ήτανε ξαπλωμένος ο Πτικρού. Τον πέρνει στα χέρια της, τον χαϋδεύει, του κάνει χίλιες περιποιήσεις.

—«Ψωμί! απ το βασιλιά το καρτεράτε; τα χωράφια το δίνουν το ψωμί.» — «Τα χωράφια σεις λίγοι τα κρατάτε· όσα μας μείναν τάπνιξε η βροχή, τα' καψε ο λίβας· άλλο δεν καρπίζουν· πεινούμε· γύμνια δέρνει τα κορμιά», βραχνά, βαριά χίλιες φωνές βουίζουν. «Σκορπιστήτε! μη θέλετε με βια

Κι’ ένα κομμάτι φεγγαριού στο μάγο αποσπερίτη, Να σου! και μπαίνει γελαστή η αρχοντοπροξενήτρα Και χαιρετάει με χαρά και με περίσσια αγάπη : — Καλή σου μέρα, λυγερή και ξακουσμένη Μάρω!— Κι’ η Μάρω προσηκόνεται και της απολογιέται : — Καλώς μου την αρχόντισσα με τα γλυκά της λόγια.... Σαν τι αγαπάς αρχόντισσα; Το πρόσταγμά μου ποιο είναι; — Δεν έρχομαι με πρόσταγμα, μον έρχομαι μ’ αγάπην... Από τον Γιάννον έρχομαι, τον χιλιοπαινεμένο, Που τον γυρεύουνε πολλές, τον αγαπούνε χίλιες, Γιατ’ είνε άξιος κι’ ώμορφος, γέρος και παλληκάρι.

Τότε ο Έφις φάνηκε να ηρεμεί. «Αλήθεια είναι», είπε χαμηλόφωνα. «Εγώ σκότωσα τον παππού σου, ναι. Χίλιες φορές θα το είχα φωνάξει στο δρόμο, στην εκκλησία, δεν το έκανα όμως, για χάρη τους. Εάν έλειπα εγώ, ποιος θα τις φρόντιζε; Η κακιά ώρα όμως το’ φερε, Τζατσί! Σου τ’ ορκίζομαι. Ήξερα ότι η μάνα σου ήθελε να το σκάσει και εγώ την συμπονούσα, γιατί την αγαπούσα. Αυτό ήταν το πρώτο μου έγκλημα.

Από δω και πέρα, αν δεν μου δώστε ικανοποίησι, μάθετε ότι σας προκαλώ». Ο Τριστάνος απάντησε: «Ναι, ήρθα εδώ σε σας για δυστυχία σας. Αλλά μάθε τη συφορά μου, ωραίε γλυκέ φίλε, αδερφέ και σύντροφε, και ίσως η καρδιά σου μαλακώση. Μάθε ότι έχω μια άλλη Ιζόλδη, ωραιότερη απ' όλες της γυναίκες, που υπέφερε και υποφέρει ακόμη προς χάρι μου χίλιες πίκρες. Βέβαια η αδερφή σου με αγαπά και με τιμά.

Λέξη Της Ημέρας

συγκατάνευσε

Άλλοι Ψάχνουν