Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 18 Μαΐου 2025
Εκεί που έγραφα, συλλογιζόμουνα πως θα της το διαβάσω κ' η ιδέα αυτή σκορπούσε τις χίλιες φαντασιοπληξίες, που έρχουνται απροσκάλεστες και θέλουνε να εμποδίσουνε την πέννα να προχωρήση. Μα όταν τέλειωνε το διάβασμα κ' ερχόμαστε στην τραπεζαρία, γελούσαμε κ' οι δυο αν είχε κρυώσει τα ψάρι και τα παιδιά κακοπλυμένα, ηλιοκαμένα και ξυπόλυτα κάθονταν εκεί και περιμένανε πεινασμένα.
Προχωρώ Μέσα σε λόγκο μαύρο, 'Σάν το βαθύ το σύγνεφο Ν' αστράψη 'τοιμασμένο. Φωναίς, σαν βουβουνίσματα. Ακούω, και προσμένω Την αστραπή. Και γλίγωρα Φεύγω τον πάτο ναύρω. Ο λόγκος δεν τελείωνε. 'Σ τη μέση του ποτάμι Νερά με φλόγες κύλαε, Με μια βοή μεγάλη, Και τα νερά 'σάν αίματα Κόκκινα ήταν. Πάλι Εκεί τρομάρα μ' έπιασε, Κ' έτρεμα 'σάν καλάμι. Ήταν πλατύ.
Οι πεθαμένοι όμως γυρίζουν: νατοι, όταν ο ντον Τζατσιντίνο κάθεται στο σκαμνί και η Γκριζέντα στο κατώφλι, μου φαίνεται πως είμαι εγώ και ο συγχωρεμένος….» Όταν άρχιζε εκείνες τις περιπλανήσεις στο παρελθόν δεν τελείωνε ποτέ και ο Έφις, που το ήξερε, την έδιωξε ενοχλημένος. «Πηγαίνετε στο καλό! Ψάξτε κι εσείς έναν καλό γαμπρό με βουκέντρα για την εγγονή σας!»
Και το μεν προοίμιόν σου μας ήρεσε θαυμάσια· τώρα δε συνεχίζων τελείωνέ μας και το άσμα. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΣΤ'. &Η αγαθότης του Θεού είναι η αιτία της Δημιουργίας, ήτις είναι ουσιωδώς Διακόσμησις. Διά τούτο ο κόσμος είναι είς και τέλειος. Εν τω σώματι αυτού ετέθη ψυχή, ίνα τον ζωογονή, εν τη ψυχή δε νους, ίνα την φωτίζη.
Πώς έγραψε πρώτα της Λέλας, να την παρακαλέση, γιατί ξέρει πως είμαι καλός και δεν μπορεί πια να ζήση, αν είναι να μην ξανάρθη... Και δεν τέλειωνε το γράμμα. «Αν είναι να μην ξανάρθη.» Είδες εσύ τι λαμπρά που το στοχάστηκε; Θυμήσου τώρα το λόγο της· «Πήγαινε, ο ίδιος να στο πη.» Τόννοιωσες; Στο περιβόλι μάνι μάνι του μίλησε — «Πρόσεχε, ο Καρλής έχει υποψία, γράψ' του αόρατα θέματα, να τον ξεχνιάσης.» — Κ' η Λέλα το ήξερε πολύ καλά πως θα μου γράψη.
Τέλος και το μεγαλήτερο απ' όλα εκείνα τα μνημεία, το κολοσσένιο άγαλμα του θεού, που λέγουν πως είταν έξοχο πράμα. Από λογής λογής μέταλλα χυμένο, σκήφτρο στο χέρι, και καθισμένο σε θρόνο σαν Ολύμπιος Δίας· κανίστρι στο κεφάλι, και στο δεξί του χέρι φείδι με τρεις ουρές· κ' η κάθε ουρά τέλειωνε πάλι με τρία κεφάλια· ένα σκύλος, ένα λιοντάρι, κ' ένα λύκος.
Δε φταιν αυτοί, μα εγώ πούσφαλα κεθάρρεψα πως είν' αθρώποι και πως αξίζουν να τσοι ψυχοπονέση άθρωπος. Έπειτα, σαν να ήτον όνειδος η αρρώστεια, μας έδωκε τη φρικτότερη εικόνα για την κατάσταση της άρρωστης. Δεν είχε πεια πνοή, παρά για να βήχη. Και τόσο την έπνιγε καμμιά φορά ο βήχας, που μελάνιαζε και φοβόσουν πως θα τελείωνε.
Μετ' ολίγον αισθάνομαι το χέρι του φίλου μου να σφίγγη τον ιδικόν μου με δύναμιν έκτακτον. — Τι μου φεύγεις; λέγε, τελείωνε, με είπεν υποκώφως, προσπαθών να με ιδή κατά πρόσωπον. Εμάντευσα ότι τα εννόησεν όλα και ησθάνθην άπειρον οίκτον . . . .. Ήκουα την διακεκομμένην αναπνοήν του και στραφείς τον ητένισα με τα μάτια γεμάτα δάκρυα . . .
Η ώρα το είχε; της ηλικίας είταν; της μοίρας του; Αναπόφευγη λαχτάρα τονε συνεπαίρνει να κινήση και να βρη την κοπέλλα. Ίσως και λιγουλή περιέργεια. Τράβηξε τον κάτω το δρόμο δίχως δεύτερη συλλογή. Άμα ζύγωσε τη δασωμένη κοιλάδα, άρχισε κι αλαφροπάταγε σα να κυνηγούσε περδίκι, τηρώντας από παντού. Την είδε δεν την είδε, και χώθηκε πίσωθε χοντρόκορμης καστανιάς. Είταν ό,τι τέλειωνε το ψωμί της.
— «Αχ! έλεγα μέσα μου, πότε θα φτάσω ψηλά σ' εκείνη τη ράχη, για να ιδώ απέκει ό τι ωνειρεύομουν δέκα πέντε τόσα χρόνια στα Ξένα, και να ρίξω το ντουφέκι του ξενιτεμένου, για να μάθη το Χωριό τον ερχομό μου! «Και λέγοντας αυτά, χτυπούσα το κακόμοιρο τ' άλογο με τους φτερνιστήρές μου, κι' αυτό το καημένο πηδούσε αγκομαχώντας, και μου φαίνονταν, ότι πηδούσε στα σύννεφα, αλλ' ο δρόμος δεν τελείωνε!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν