Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 1 Ιουνίου 2025


Πάρε την γυναίκα αυτήν και να μου την φυλάξης ως να γυρίσω απ' των Θρακών την χώρα που πηγαίνω να πάρω εκείνα τάλογα που των Βιστόνων έχει ο βασιλεύς στο άρμα του, αφού θα τον σκοτώσω. Αν τύχη—ο μη γένοιτονα μην το επιτύχω και δεν γυρίσω, πάρε την, για δούλαν μέσ' στο σπήτι. Αλήθεια, εκοπίασα πολύ για να την πάρω. Σε κάποιο αγώνα έτυχα, που ήτανε βραβεία άξια για τους νικητάς.

Τα βόλεψες τάλογα, Θανάση; Κι άλλα θα χρειαστούμε για τα προικιά, μα στέλνουμε τον Κεριάκο απόψε και μας τα φέρνει από τη χώρα. Εσύ τώρα να πας στα παιχνίδια. Θανάσης. Να μας ζήσης που μας τα τέλειωσες μια χαρά. Κ' είταν ώρα μας μα το ναι, γιατί ο κόσμος όξω μας την πάντρευε κιόλας με τον έναν και με τον άλλον. Κωστ.

James Payn είναι μάστορας στην τέχνη του να σκεπάζη ό,τι δεν αξίζει να βρεθή. Κυνηγάει τολοφάνερο με τον ενθουσιασμό ενός κοντόφθαλμου αστυνόμου. Όσο κανείς διαβάζει τα βιβλία του και προχωρεί, τόσο η αβεβαιότης του συγγραφέως καταντά σχεδόν ανυπόφορη. Τάλογα του Φαέθωνος του κ. William Black δεν πετούν κατά τον ήλιο. Μόνο τρομάζουν το βράδυ τον ουρανό με ζωηρές χρωμολιθογραφίες.

Τον επατούσαν τάλογα κι άγρια μεθυσμένα Τόνε δαγκούντο πρόσωπο.

Πώς μπορεί να βρίσκεται δω ο Τριστάνος; Πώς θάφευγε μπροστά σας; Πώς δε θα σταματούσε άμα άκουγε τόνομά μου; — Μολαταύτα, Βασίλισσα, τον είδα, και μάλιστα του πήρα ένα από τάλογά του. Κυττάχτε το κει κάτω σελλωμένο στ' αλώνι». Αλλά ο Μπλεχερή είδε τη Βασίλισσα θυμωμένη. Λυπήθηκε, γιατί αγαπούσε τον Τριστάνο και τη Βασίλισσα. Την άφησε, μετανοιώνοντας που μίλησε.

Ζηλεύω την παλληκαριά, δεν τη φθονώ σαν άλλους... Κι' όταν εγώτα Γιάννινα, εσέ, το υιό τ' Ανδρούτζου, Του Καραΐσκου το παιδί, το Θώδωρο το Γρίβα, Με τάλογά σας έβλεπα να λάμπετετον ήλιο, Ν' ανεμοστροβιλίζετε, σας εχαιρόμουν, Διάκε, Κ' έλεγα μέσα μου κρυφά, ένας Θεός το ξέρει, Νάμουν εγώ το σύγνεφο και σεις ταστροπελέκια... Καλός καιρός οπούτανε!... Τώρα και σας κ' εμένα Μας άρπαξε το σύφλογο και ξεζευγαρωμένους Μας δέρν' η ανεμοριπή... Θέλεις να ζήσης, Διάκε;...

Ακούγω πως στη χώρα μεγάλο θανατικό, και μια να το πάρη ταυτί της γριάς, θάλασσα, όλα. Εγώ λέω, εμείς ταδέρφια για καλό κακό ναπομείνουμε σιμά της και να μη σας συντροφέψουμε. Τραβήξτε σεις μονάχοι, κι από τάλογα ίσια στο καραβάνι. Κράλης. Και πούθε ήρθαν, Κωσταντή, αυτά τα μαύρα μαντάτα; Κωστ. Ο αγωγιάτης μας τάφερε.

Αλλά γι' αγάπη μου, η άλλη Ιζόλδη περιποιέται μ' ακόμη μεγαλύτερες τιμές απ' όσες μου κάνει η αδερφή σου, ένα σκυλλί που της έδωσα. Έλα, ας αφήσουμε αυτό το κυνήγι, ακολούθα με όπου θα σε οδηγήσω. Θα σου πω τη δυστυχία της ζωής μου». Δίχως μιλιά έτρεξαν με τάλογα σ' ένα βαθύ μέρος του δάσους. Εκεί, ο Τριστάνος απεκάλυψε τη ζωή του στον Καερδέν.

Προύμητα στο χώμα, με τα γόνατα και τους αγκώνες γυμνούς, παρακαλούσε τη Μαρία και τη Μαγδαληνή να του εμπνεύση σωτήριες προσευχές. Ευχήθηκε το «καλώς ωρίσατε» στους φρεσκοφερμένους, κ' ενώ ο Γκορνεβάλης έβαλε τάλογα στο σταύλο, πήρε τάρματα του Τριστάνου, έπειτα ετοίμασε το φαΐ. Δεν τους έδωσε πλούσια φαγιά, αλλά νερό της πηγής και κριθαρένιο ψωμί ζυμωμένο με στάχτη.

Από την αυγή συγυρίστηκαν όλα. Κράλης. Ας πάγω να φιλήσω το χέρι της μάννας, κ' ύστερα σέρνω γω παραμπρός, να μην πολυβαστάξη το βάσανο. Αυτές οι δουλειές χρειάζουνται γληγοράδα. Κωστ. Έτοιμα όλα. Κεριάκο; Κερ. Όξω είνε τάλογ' αφεντικό, κι όλα τα προικιά φορτωμένα. Έχουμε, λέει, και κρύους κεφτέδες για το μισό το δρόμο. Κωστ. Αυτό σώνει για να γίνουν αστραπή τάλογά σου ως τα μισά.

Λέξη Της Ημέρας

ολύμπου·

Άλλοι Ψάχνουν