Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 1 Ιουνίου 2025
Ο όλεθρος ήθελε γένει γενικός και υποκάτω ακόμη εις τα κανόνια των Ελληνικών πλοίων, εάν ο Νικόλαος Ζέρβας δεν εμπόδιζε με το σπαθί εις τας χείρας τους φεύγοντας και δεν τους εμψύχωνε με το παράδειγμά του διά να συσσωματωθώσι και ν' ανθέξωσιν εις τας εχθρικάς προσβολάς.
— Τούτο, απεκρίθη με φοβεράν φωνήν ο αντίπαλός μου, είνε ο λάκκος όπου θα σε ρίψουν μετά δύο λεπτά! Κάθε άνθρωπος τον όποιον εγγίζει το σπαθί μου είνε καλός διά θάψιμον. Κάμε γλήγορα την τελευταίαν σου προσευχήν. »Ταύτα ακούων και θεωρών τον λάκκον, τον έτοιμον να με καταπίη, ησθάνθην την καρδίαν μου να γεμίζη όχι από φόβον, αλλ' από φοβεράν οργήν, προ πάντων κατά της αδικίας.
Μαρέσει μέσα 'ς τη φωτιά να βλέπω το σπαθί μου Να φέγγη, να σπιθοβολή, να μη θολόνη εμπρός σας.
Β’ ΜΟΥΣΙΚΟΣ Δεν παίζομεν τίποτε. Δεν είναι καιρός διά μουσικήν τώρα. ΠΕΤΡΟΣ Δεν παίζετε; ΟΙ ΜΟΥΣΙΚΟΙ Όχι. ΠΕΤΡΟΣ Τώρα να σας δώσω εγώ... Α’ ΜΟΥΣΙΚΟΣ Τι θα μας δώσης; ΠΕΤΡΟΣ Όχι χρήματα βέβαια! ξύλον θα σας δώσω. Β’ ΜΟΥΣΙΚΟΣ Σώπα, παληόδουλε. ΠΕΤΡΟΣ Κύτταξε να μη σου χώση το σπαθί του εις τα πλευ- ρά ο παληόδουλος. Κύτταξε να μη σου βαρέση το ίσον εις την ράχιν σου. Β’ ΜΟΥΣΙΚΟΣ Έλα έλα.
Όποιος ακούει τους θεούς, κ' αυτοί τον πάρ' ακούουν. Είπε· κ' εσταμάτησε το χέρι το βαρύ του 'Σ την ασημένια τη λαβή· κι' οπίσω 'ς το θηκάρι Το μέγα σπαθί έσπρωξε· κ' εις της θεάς Αθήνας Τον λόγον δεν απείθησε. Τότε λοιπόν κ' εκείνη 'Σ τον Όλυμπον ανέβηκεν, εις του αιγιδοφόρου Του Δία τα βασίλεια, προς τους θεούς τους άλλους.
Κυττάτε, σ' αυτό εδώ το μέρος τον ετρύπησε πέρα ως πέρα το σπαθί του Κάσσιου. Δέστε τι άνοιγμα που έκανε ο ζηλιάρης ο Κάσκας. Να, εδώ έδωκε τη μαχαιριά ο πολυαγάπητος Βρούτος... Ευγενικές ψυχές, τι κλαίτε και μονάχα που το φόρεμα του Καίσαρός μας βλέπετε καταξεσχισμένο;»
Και ο Περιμήδης τα σφακτά και ο Ευρύλοχος βαστούσαν• και απ' το πλευρό μου έσυρα το ακόνητό μου ξίφος, λάκκο μιαν πήχην έσκαψα του μάκρου και του πλάτου, 25 κ' έχυσα γύρω αυτού χοαίς όλων των πεθαμένων. και ως έβαλα μελίκρατο, κρασί γλυκό, και τρίτα νερό, και τα πασπάλισα με λευκ' αλεύρι επάνω, ταις άδειαις κάραις των νεκρών θερμά παρακαλώντας, να σφάξω ετάχθηκα εκλεκτήν και στείραν αγελάδα, 30 ως φθάσω εις την Ιθάκη μου, και μιαν πυρά να κάψω πολύδωρην, και χωριστόν αρνί του Τειρεσία να θυσιάσω, ολόμαυρο, του κοπαδιού το πρώτο. και αφού με τάμματα, μ' ευχαίς θερμαίς, τους πεθαμένους ξιλέωσα, πήρα τ' αρνιά και τα 'σφαξα 'ς τον λάκκο, 35 κ' έρρεε το αίμα ολόμαυρο• και ιδές, εσυναζόνταν των πεθαμένων η αμυχαίς του ερέβους απ' τα βάθη, νέαις και νέοι, γέροντες πολύπαθοι μ' εκείνους, και ομού παρθέναις τρυφεραίς με νεόλυπην καρδία, και άνδρες πολλοί, 'που τρύπησαν η χαλκοφόραις λόγχαις 40 'ς την μάχη, κ' είχαν τ' άρματα 'ς το αίμ' όλο βαμμένα. εδώθ' εκείθεν άπειροι 'ς τον λάκκο γύρω ερχόνταν μ' αλαλαγμόν αμίλητον αχνός μ' επήρε φόβος, τότ' είπα των συντρόφων μου να γδάρουν και να κάψουν τ' αρνιά, ριμμένα ως τα 'σφαξε το αλύπητο μαχαίρι, 45 κ' έπειτα ευχαίς των δυο θεών να ειπούν, εις τον ανδρείον τον Άδη και 'ς την άσπονδην αντάμα Περσεφόνη, και το σπαθί μου εγύμνωσα και δεν εσυγχωρούσα ταις άδειαις κάραις των νεκρών καθόλου να σιμώσουν 'ς το αίμα, πριν ερωτηθώ τον μάντη Τειρεσία. 50
Στην καλύβα με τα πράσινα κλαδιά, τη στρωμένη με δροσερά χόρτα πρώτη ξαπλώθη η Βασίλισσα, και ο Τριστάνος έπεσε δίπλα της, αποθέτοντας το σπαθί του στη μέση, γυμνό. Τυχερό τους που δεν είχανε βγάλει τα ρούχα τους. Η Βασίλισσα φορούσε στο δάχτυλο το χρυσό δαχτυλίδι με τα ωραία σμαράγδια που της είχε δώσει ο Βασιληάς Μάρκος την ημέρα των γάμων.
Είπε, κι' απόμεινε ο Λυκάς σα λείψανο, και τ' όπλο χάμου αμολάει απλώνοντας τα χέρια και καθίζει. 115 Κι' εκείνος σέρνει το κοφτό σπαθί, και μια του μπήγει κατά την κλείδα στο λαιμό κοντά, που μέσα η σπάθα τού χώθηκε όλη. Πίστομα πέφτει ο Λυκάς και μένει χάμου στρωτός, και γύρω η γης κοκκίνιζε απ' το αίμας.
Ο Θεός θα με βοηθήση ίσως να δώσω κάποια συμβουλή που θα βγη σε καλό και των δυο σας. Για την ώρα, μου επέτρεψε τουλάχιστον να σας κάνω αυτήν τη μικρή υπηρεσία: Φίλοι, είπε στους υπηρέτες, δεν μπορώ να βλέπω αυτά τα σκοινιά, — κι' ο Ντινάς, έκοψε τα σκοινιά με το σπαθί του. Αν δοκιμάση να φύγη, μήπως δεν έχετε τα σπαθιά σας;» Φιλάει τον Τριστάνο στα χείλη, ξανακαβαλλικεύει και φεύγει.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν