Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 1 Ιουνίου 2025
ΦΕΡΔΙΝ. Όχι· φυλάγομαι από παρόμοιαν φιλοξενία, όσο που ο εχθρός μου δεν είναι δυνατώτερος. ΜΙΡ. Ω ακριβέ μου πατέρα, μη τον δοκιμάσης υπέρμετρα, γιατί είναι γλυκότροπος, και όχι δειλός. ΠΡΟΣΠ. Και τι; θα βάλης νόμο του πατρός σου: — Ρίξε το σπαθί σου· προδότη· δείχνεις κάποια γενναιότη, αλλ' η καρδιά δεν σε βαστάει, τόσο την έχει πλακωμένη το κρίμα.
Σηκώνεται αμέσως ο Τριστάνος, με το γυαλιστερό σπαθί στο χέρι: «Άναντρε, φωνάζει, ο κακός θάνατος θε ναύρη κείνον π' αφίνει τον κύριο για να χτυπήση το άλογο. Δε θα βγης ζωντανός απ' αυτό το λειβάδι. — Μου φαίνεται πώς δε λέτε αλήθεια! απάντησε ο Ριόλ, σπρώχνοντας κατ' απάνω του το άτι.
Φθάνοντας τέλος πάντων η νύκτα, ο πατέρα της την έβγαλεν από ένα κρυφόν τόπον του σεραγιού του, και την έφερεν ο ίδιος εις την πόρταν του Αμπτούλ, και εκεί την άφησε· και πριν την αφήση της είπε· πως αν δεν κάμης καθώς σε εδιάταξα διά να μάθης που έχει τον θησαυρόν, ήξερε πως από το σπαθί μου δεν θέλεις γλυτώσει. Τότες αυτή εκτύπησε την πόρταν, και εγύρεψε διά να ομιλήση με τον Αμπτούλ.
Χώσε το σπαθί σου, και ξέχωσε το πνεύ- μα σου. ΠΕΤΡΟΣ Τώρα να σας δείξω και το πνεύμα μου. Θα σας κο- πανίσω με τον νουν μου, αντί να σας τρυπήσω με το σπαθί μου. Αποκριθήτε μου ωσάν άνθρωποι. Όταν την ψυχήν λύπη μας πλακώνει και την βασανίζει αίσθημα πικρόν, τοτ’ η μουσική με ήχον αργυρόν...
Ο Βασιλεύς τους εδέχθη με πολλήν περιποίησιν, και τους εδιώρισε τα αναγκαία τους κατά πως έταξε και έμειναν πολλά ευχαριστημένοι. Την ερχομένην ημέραν ο Καλάφ ενδύθη τα πλούσια φορέματα που έλαβεν από χειρός του Βασιλέως, με ένα σπαθί πολύτιμον και άλλα στολίδια, ομοίως και μίαν σακκούλαν γεμάτην φλωριά.
Το ημισεληνοειδές κοντάκι του περιέβαλλε στενή αργυρά λωρίς· επί της μιας αυτού πλευράς εφέρετο χρυσούν καρυόφυλλον, λεπτοτάτης εργασίας, κ' επί της άλλης πλαξ αργυρά, αναγράφουσα το ιερόν σύμβολον και την αγέρωχον διαμαρτύρησιν του κλέφτου κατά του τυράννου του: Πασά μου έχω το σπαθί, Βεζύρι το ντουφέκι· Κάλλιο να ζω με τα θεριά Παρά να ζω με τούρκους.
Τότε εγώ τραβώντας το σπαθί έκοψα της τρισαθλίας το χέρι, εις το οποίον εφορούσεν ένα δακτυλίδι μαγικόν και ευθύς που της έπεσε το χέρι κατά γης, από ωραία που ήτον, εμεταβάλθη εις μίαν ασχημοτάτην γραίαν. Βασιλέα, μου λέγει, κόπτοντάς μου το χέρι εχάλασες την μαγείαν.
« Εκεί, παιδιά, πληγώθηκα. «'Πήγα 'ς το Μακρυνόρος. » Πολέμησα και γύρισα.. «'Σ την Άρτα πολεμάω. « Φεύγω 'πό 'κεί 'ς τη γέφυρα » Του κόρακα νικάω. «'Σ το Μεσολόγγι γύρισα » Για Τούρκους αιμοβόρος.» « Το Μεσολόγγι τωύρηκα » Κι' αυτό τότε 'ς την πτώσι. » Σηκόνομαι 'ς τη γενική » Εκείνη αθυμία, » Βγάζω το δαμασκί σπαθί, » Κι' ανάφτω με μανία » Τον πόλεμο. Τούρκους κ' εκεί » Πολλούς έχω σκοτώσει.»
Δαμισκί σπαθί κρέμονταν με χρυσά λουριά από τη ζώση του κατά το ζέρβιο πλευρό και πίσω από το γόνατό του κρύβονταν το κρανένιο απελατίκι του. Κι απάνου 'ς όλ' αυτά, η λαμπράδα των ομματιών του και του κορμιού του η λεβεντιά έδειχναν ότ' ήτον 'ς την καρδιά δράκος τούτος και λιοντάρι 'ς τη δύναμη. Αρχοντιά κι ωμορφιά και στόλος 'ς το ανάστημά του όλο.
Τότε και το αναίσθητ' Ίλιον, ως να αισθάνθηκε τον κτύπον, με την αναμμένην άκρην προς την βάσιν του όλο κλίνει, και τ' αυτί του Πύρρου πιάνει μ' ένα τρίξιμο θανάτου· ώστε, βλέπε! το σπαθί του, 'πού του σεβαστού Πριάμου κατεβαίνει 'ς την χιονάτην κεφαλήν, εφάνη ξάφνου πως εστάθη 'ς τον αέρα· τότε ακίνητος ο Πύρρος, ως ζωγράφισμα τυράννου, έμειν’ άπρακτος 'ς την θέσιν, ωσάν ξένος εις το πράγμα και εις την πρώτην θέλησίν του.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν