Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 1 Ιουνίου 2025


Ο άπρεπος λόγοςτο πλάγιο χτύπηματο βαμένο χαμόγελοτο μίσος που έτρεμε πριν χτυπήση — η δειλία που δεν τόλμησε να κυττάξη πίσω για να ιδή αν εκέντησεαυτές ήταν η πληγές μου. Πέθανα χωρίς να με χτυπήση ένα σπαθί. Τέλειωσα λίγο λίγο, από κεντρί. Κ' όμως με χτυπούσε το γένος των ανθρώπωναυτό που δημιούργησε τον πόλεμο και την ιστορία!

« Φλογίσθη το τουφέκι, » Και σχίσθηκετη μέση. » Τότε ορθός πετάζομαι, » Τη σπάθη μου γυμνόνω, » Και 'μπαίνω μέσατην Τουρκιά » Και σφάζω, και σκοτόνω, » Κι' Ομέρ Βριώνης γλύτωσε » Απ' το σπαθί να πέση.» « Άξαφνα μούρθε τουφεκιά, » Σα φλογερό χαλάζι » Τσακίσθηκε κ' η σπάθη μου » Και το δεξί μου χέρι, » Αδειάζω τα πιστόλια μου, » Και 'φώναξατο ασκέρι » Να με σκοτώσουνε.

Αυξάνοντας δε ο Κουλούφ ο πατέρας του τον έβαλε διά να μάθη γράμματα και τόσον επρόκοψε που πριν φθάση εις τους δεκαοκτώ χρόνους έγινε τέλειος εις όλες τες επιστήμες και εις τες γλώσσες και περιπλέον έγινεν εμπειρότατος εις όλες τες ασκήσεις τες σωματικές, ήγουν να παλεύη, να τραβά το δοξάρι, να παίζη το σπαθί, και άλλα παρόμοια, τόσον που όλοι τον εθαύμαζον, και μάλιστα ο πατέρας του τον αγαπούσε τόσον που δεν ημπορούσε να ζήση μίαν ώραν μακράν απ' αυτόν.

Κ' ήλθε η ψυχή του παλαιού Θηβαίου Τειρεσία• 90 σκήπτρο κρατούσε ολόχρυσο• μ' εγνώρισε και μου 'πε• «Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα, ει πάλιν, ω ταλαίπωρε, από το φως του ηλίου ήλθες να ίδης τους νεκρούς, τον άτερπνο τον κόσμο; σύρου απ' τον λάκκο, το σπαθί βάστα μακρυά, να πίω 95 από το αίμα, να σου ειπώ κατόπι την αλήθεια».

Έτσι είπε, κι' όξω το σπαθί τραβάει τ' ακονισμένο που στα πλεβρό του κρέμουνταν, στέρια μεγάλη σπάθα, κι' αφού μαζέφτηκε, χοιμάει σαν κυνηγάρικο όρνιο, που μάβρα γνέφια σκίζοντας κατάκαμπα πλακώνει ν' αρπάξει ανήσυχο λαγό ή τρυφερό 'να αρνάκι· 310 έτσι όρμησε ανεμίζοντας το κοφτερό λεπίδι.

Λέγει της το Τελώνιον· λοιπόν λάβε τούτο το σπαθί και θανάτωσέ τον, εάν δεν τον είδες ποτέ.

ΒΑΓΚΟΣ Δος το σπαθί μου γρήγορα! — Εκεί ποιος είναι! ΜΑΚΒΕΘ Φίλος! ΒΑΓΚΟΣ Ακόμη δεν επλάγιασες; Ο βασιλεύς κοιμάται. Ήτοτο άκρον εύθυμος και ευχαριστημένος. εφιλοδώρησ' άφθονα τους δούλους σου, και τούτο το δακτυλίδι μ' έδωκε διά την σύζυγόν σου, κι' απεκοιμήθηκ' ήσυχος. ΜΑΚΒΕΘ Μας ηύρε ανετοίμους την δε καλήν μας θέλησιν εδέσμευαν ελλείψεις, δεν μας ήτο δυνατόν να γείνουν όσα πρέπει.

« Εγώ προςτα μεσάνυχτα, » Πριν νάβγη το φεγγάρι, »'Μπαίνωτη μέση του στρατού, » Πούτανε τρεις χιλιάδες, » Γυρίζω το στρατόπεδο » Για ναύρω τους Πασσάδες, » Με μόνο, μόνο το σπαθί »'Σ το χέρι, 'σα λεοντάρι. «'Βρίσκω 'ςτή μέση τη σκηνή. » Τη λαμπροστολισμένη. » Σηκόν' ολόρθον τον Πασσά. » Τον σφάζω.

Ο Σκεντέρμπεης το 'στειλε μετά χαράς, κι ο Σουλτάνος επρόσταξε τους πλέον αντρειωμένους του να το δικιμάσουν. Μα πού να κάνη όσα έκανε το σπαθί 'ςτα χέρια του αφεντικού του. Ο Σουλτάνος γυρίζοντας το πίσω τού μήνυσε τούτα. «Τέτοια και καλλύτερα σπαθιά έχω κ' εγώ μέσα στα ασκέρια μου αμέτρητα και δεν επίστεψα πως μ' ένα τέτοιο και συ κατορθώνεις τα όσ' ακούω και δοκιμάζω θάμματά σου».

Ο βασιλεύς των Νορβεγών με τ' άπειρά του πλήθη, με βοηθόν τον Καουδώρ, τον άτιμον προδότην, ήρχισε πόλεμον φρικτόν. Αλλά τον αντικρύζει ο Μάκβεθ ο ατρόμητος, ο ψυχοϋιός της Νίκης, στήθος με στήθος, το σπαθίτο χέρι, έως ότου εκλόνισε κ' εδάμασε την τύχην του αντάρτου και είμεθα οι νικηταί ημείς! ΔΩΓΚΑΝ Ω ευτυχία!

Λέξη Της Ημέρας

αναστασίας

Άλλοι Ψάχνουν