Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 7 Ιουλίου 2025


Ο παππά Συνέσιος έμεινε κάμποσα λεπτά στην ίδια θέσι, έπειτα εφώναξε τον μικρό Αμβρόσιο, καλογεράκι δόκιμο. — Άκουσε, Αμβρόσιε, του είπε· ευθύς που φανή ο Σερέτης, να του πης να έρθη να με βρη στ' αλώνια. — Καλά, πάτερ ηγούμενε, είπε το παιδί. Και ο παππά Συνέσιος εσηκώθηκε και αργοπατώντας, ευγήκε από την αυλόθυρα κ' ετράβηξε κατά τ' αλώνια.

Να ξενυχτήσω Να μη χαθώ. Αποριμμένο Σε άγρια αγκάθια, Πικρά μου χάδια Και ξενητιαίς. Θρηνόντας μένω, Και εκεί διαβαίνω Κακαίς νυχτιαίς. Κι' εκεί που στέκω Μαμουριασμένο, Και μαραμένο Θρηνολογώ, Νια, βλέπω, βγαίνει. Νια αρματομένη, Σαν κυνηγό. Βαστάει δίχτια, Δίχτια ασημένια, Συρματερένια Στ' αριστερό Και στη δεξιά της, Με τ' άρματά της, Κλουβί αργυρό.

Τώρα όσο στέκανε οι θεοί απ' τους αθρώπους χώρια, τόχαν μεγάλη οι Δαναοί χαρά που ο Αχιλέας βγήκε στον κάμπο, και καιρό σπαθί δεν είχε αγγίξει· όμως τρέμουλα σύγκορμη τους Τρώες παραλούσε κι' απελπισιά, που το γοργό θωρούσαν Αχιλέα 45 καθώς μες στ' άρματα άστραφτε σα θνητοφάγος Άρης.

ΧΟΡΟΣ Σ’ εμάς ο θυμός φαίνεται πως και τα λόγια τα δικά του εμπνέει, βασιλεύ, και τα δικά σου. Τέτοια δεν μας χρειάζονται. Μα πρέπον είναι, την άριστη για τον χρησμόν να βρούμε λύσιν. ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Τι κι αν λογιέσαι βασιλεύς; Εγώ θα δώσω απόκρισιν ανάλογη στ’ άθλιά σου λόγια° γιατί κ’ εγώ την δύναμιν ετούτην έχω.

Μα να γυρίσω μια φορά και να θωρήσω πάλι τη λατρεφτή πατρίδα μου, τ' αγαπητό μου τέρι, και στ' αψηλόσκεπο να μπω μεγάλο αρχοντικό μας, κι' ας μου το κόψει χέρι οχτρού αμέσως το κεφάλι, αν δεν το σπάσω εγώ σε διο και στη φωτιά αν δε ρήξω 215 τ' όπλο που βλέπεις, επειδής το κουβαλάω του κάκου

Και όταν έβλεπα καράβι να σηκώνη την άγκυρα, να βγαίνη από τον λιμένα και ν' αρμενίζη στ' ανοιχτά· όταν άκουα τις παρακινητικές φωνές των ναυτών που εγύριζαν τον αργάτη και τα κατευοδώματα των γυναικών, η ψυχή μου επέτα μελαγχολικό πουλάκι απάνω του.

Και τόδωκε του Δήπυλου, του γκαρδιακού του βλάμη325 π' απ' όλους πιο καλύτερα τον είχε τους συντρόφους, κι' είχαν μια γνώμη πάντα οι διοστα πλοία ναν τ' αφήκει· κι' ο ίδιος πάλι ανέβηκε στ' αμάξι του, κι' αδράζει τα γκέμια, κι' ίσα αβάσταχτος προς το Διομήδη τρέχει.

Ναι, ναν τον κλέψω τόχω εγώ ντροπής μου, κι' η καρδιά μου 435 δειλιάζει, μην τυχόν μου βγει λαχτάρα στο κεφάλι. Μα πες το, κι' οδηγός σου εγώ παγαίνω, αν θες, ως στ' Άργος πιστά και τίμια, θες πεζός θες με γοργό καράβι· μήδε έχε φόβο απ' τ' οδηγού αψηφισιά να πάθεις

Κι' απ' το βαθύπλουτο ιερό κι' ο Φοίβος τον Αινεία τους στέλνει, κι' έβαλε ζωή μες στ' αρχηγού τα στήθια. Κι' αφτός στους φίλους πάγαινε, και χάρηκαν εκείνοι άμα τον είδαν ζωντανός που ζύγωνε κι' ακέριος, 515 θάρρος γιομάτος, μα χωρίς και ναν του πουν δυο λόγια· τι η άλλη αμπόδιζε δουλιά που ο άγριος σήκωσε Άρης, κι' η Έριδα η αχόρταγη κι' ο Αργυροδοξάρης.

Οι δύο κατά το Βατούμ· οι άλλοι δίπλα στ' ανοιχτά ουρανοθέμελα. Κ' εμπρός μας ο Καύκασος πελώριος, σκυθρωπός έδειχνε τα χαλαρόφραχτα περιγιάλια του δόντια αστόμωτα. Ο ουρανός ψηλά συγνεφοσκεπασμένος, βαρύς· κάτω η θάλασσα μαυριδερή μ' ένα ελαφρό τρέμουλο από άκρη σε άκρη, σαν να είχεν ανατριχίλα. Πρώτη φορά που έβλεπα φοβισμένη τη φιλενάδα μου.

Λέξη Της Ημέρας

παρεμβαλλόμεναι

Άλλοι Ψάχνουν