Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 7 Ιουνίου 2025
Τι αποδοσίδια και τι ύπεργα θα ειπής; Ξινάρια και λισγάρια, ένα πατητήρι και μια κάδη ψηλή και στρογγυλή σαν καλοθρεμμένος γούμενος. Πέντε βαρέλια στη γραμμή μεγάλα και δυνατά, σίγουρα καθισμένα στα σκαριά σαν παντουβάνες κόττες στ' αυγά τους. Εκείνες καρκαρίζουν για να βγάλουν τα πουλιά τους. Τα βαρέλια της Ελπίδας σιγοβράζουνε το μούστο που εμπιστεύθηκε στους κόρφους τους.
Ο αρχηγός των Μεθυμνιωτών, αφού ξεμάκρυνε ίσαμε δέκα στάδια, θέλησε να ξεκουράση τους στρατιώτες, που ήταν αποσταμένοι από το διαγούμισμα· πιάνοντας λοιπόν σ' έναν κάβο που έμπαινε μέσα στο πέλαγο κι απλονότανε σα μισοφέγγαρο και που στο βάθος του η θάλασσα έκανε αραξοβόλι πιο απάνεμο από τούς λιμιώνες, άραξεν εκεί τα καράβια στ' ανοιχτά ρίχνοντας τις άγκυρες για να μη του πειράξη κανένα από τη στεριά κάνας χωριάτης, κ' έδωκε στους Μεθυμνιώτες την άδεια να διασκεδάζουνε με ησυχία.
Έπειτα φτάνει γλήγορα στ' αρχοντικό του σπίτι, 370 μα μέσα δεν την πέτυχε την όμορφη Αντρομάχη, μόνε στον πύργο είχε ανεβεί με την αφράτη βάγια και το παιδί, κι' έκλαιγε εκεί με πόνο και βογγούσε. Και σα δε βρήκε πουθενά το λατρεφτό του τέρι, πάει στην μπασά και στέκεται, και κράζει στις γυναίκες 375 «Για ακούστε, σκλάβες, μια στιγμή και πέστε την αλήθια.
Επήγαινε πάντα μοναχός, εμιλούσεν, εχειρονομούσε πότε δυνατά και ωργισμένα, πότε κουφά και φοβισμένα σαν να ήταν συνωμότης του εαυτού του. Και κάθε ηλιοβασίλεμα εξεκινούσεν από το σπίτι του που ήταν στη Χηρόλακκα ψηλά, εγλύστραγεν αμίλητος στην αγορά, εκατέβαινε στο λιμάνι, έστεκε κατάνακρα στ' ορθολίθι, εκύταζε τη θάλασσα. Εκύταζε κάπου μισή ώρα.
Σαράντα μέρες πέρασαν, σαράντα μερονύχτια, Κι’ απάνω στη σαράντα μια, πριν ανατείλη ο ήλιος, Πετιέται ο Γιάννος, σα ζουρλός, πο το παχύ κρεβάτι, Αφίνει τη μαννούλα του στην αγκαλιά του ύπνου. Ζώνεται τ’ αλαφρό σπαθί κ’ αδράχνει το κοντάρι Και τρέχει-τρέχει, σαν πουλλί, σα γλήγορος πετρίτης, Και πάη στης Μάρως το χωριό, στ’ αρχοντικό της Μάρως.
ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΑΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ. Μετάφρ. Ιω. Ζερβού. Τεύχος Α'. Βιβλία Α' και Β’. Δρ. 2.50 Τεύχος Β’. » Γ’ και Δ’. » 2.50 Τεύχος Γ'. » Ε' και ΣΤ.’ Δρ. 2.50 Τεύχος Δ’ » Ζ’ και Η’. » 2.50 Ολόκληρος ο Θουκιδίδης εις 4 τόμ. δεμένους ΔΡ.12. — ΑΠΑΝΤΑ. Μετάφρ. Ιω. Κονδυλάκη, τόμοι 6 ....» 18. —
Κι' ο Μήτρος με τη χαραυγή τα πρόβατα του βγάζει Στα κορφοβούνια απ' τάρμεγμα να τα περιβοσκήση, Αντιλαλούν η λαγκαδιαίς απ' τα λαμπρά κουδούνια, Απ' τα βραχνά βελάσματα αχολογούν η ράχαις, Και 'ςτ' αλαφρό τ' ανέβασμα του ζηλεμμένου Μήτρου Φουσκώνει η φουστανέλλα του, βροντούν τα χαϊμαλιά του, Κι' ο μεταξένιος του ο τσαμπάς τινάζεται σαν νέφιο Οπού το δέρνει ο άνεμος και το χρυσώνει ο ήλιος.
Τότες στ' αμάξι ανέβηκε, και τ' αμαξά στα πλοία τούπε να πάει· τι να σταθεί αδύνατο απ' τους πόνους. 400 Τότε ο Δυσσέας έμεινε μονάχος και κοντά του ψυχή δεν είχε, τι όλους τους είχε κόψει τρόμος.
Αφτόν εγώ, σα ζύγωνε, του μπήγω το χαλκένιο κοντάρι, και μακρύ πλατύ σ' τον στρώνω· και στ' αμάξι πήδησα εγώ και στην σειρά των πρωτομάχων μπήκα. Τότε οι λιοντόκαρδοι Επειγοί όλοι όπου φύγει φύγει 745 σκόρπησαν μόλις είδανε κι' έπεσε τέτιος άντρας, των αλογάδων αρχηγός, πούταν στις μάχες πρώτος. Ωστόσο εγώ τους μπήχτηκα σα μπόρα ανταρωμένη.
Μα κι' έτσι ας πάει, και μ' όλα της τα κάλλη, πίσω στ' Άργος με τα καράβια τα γοργά, πάρα στερνά να μείνει και να μας φέρνει συφορές κι' εμάς και των παιδιών μας.» 160
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν