Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 7 Ιουνίου 2025
Κι' ο Αχιλέας τότε ομπρός καθίζει στ' ακρογιάλι παράμερα, κι' έκλαιγε εκεί, απ' τους συντρόφους χώρια, 350 αλάργα προς τα πέλαγα θωρώντας. Και τα χέρια άπλωσε και τη μάννα του συχνοπερικαλούσε «Μάννα μου, αφού με γέννησες και λιγοχρονισμένο, ας είταν καν του Κρόνου ο γιος, ο βροντορήχτης Δίας, να με τιμούσε· μόνε αφτός σταλιά δε με λογιάζει.
ΑΝΤΩΝ. Στη φούρκα, σκυλί, στη φούρκα! ληστή, που άλλο δεν ξέρεις ειμή να κάνης αντάρες και να βρίζης· σκιαζόμασθε να πνιγούμε λιγώτερό σου. ΓΟΝΖ. Τούτος δεν πνίγεται, σας βεβαιώνω εγώ, και ας ήτουν το καράβι μας καρυδοτσέφλι κ' ευκολόπαρτο ωσάν καλοπέσουλη κόρη. ΠΛΩΡ. Ας βγούμ' όξω· απλώστε τα δυο χαμηλά πανιά, και πάλι στ' ανοικτά. ΝΑΥΤ. Όλα χαμένα! στα πατερμά μας! στα πατερμά μας! όλα χαμένα!
Φυσομανάει η θάλασσα, τα κύματα βογγούνε, Κ' ένα με τ' άλλο σπρώχνονται και σπαίνουν στ' ακρογιάλι· Κ' εκεί που η κόρη τα 'ρωτά, βλέπει ένα θεριωμένο Να ψηλωθή, να ψηλωθή, τα βράχια να περάση, Και να την πνίγη 'ςτόν αφρό. Τραβιέται η κόρη 'πίσω, Και κλειώντας την αγκάλην της, που ολάνοιχτη βαστούσε Τον ακριβό της να δεχθή, σφίγγει 'ςτά στήθηα απάνου Παραδαρμένο ένα κορμί, και άψυχο και κρύο.
Επήρε φρίξι απ' τα καμώματα εκείνου του προκομμένου του γυιού μου. . . Κυττάξετε, παιδιά!. . . ανίσως τον πιάσετε, να μην τον τυραγνήσετε πολύ . . . — Τον είδες πουθενά να τρέχη; Κατά πού έκαμε; — Τον είδ' απ' αλάργα! . . . Έκαμε κατά τα Πηγάδια, πέρα στ' Αλώνια. Η Φραγκογιαννού εψεύδετο διπλά.
Αλλά ιδού τες αυτές, να πληρώσουν πικρό χρέος έρχουνται, η Αντιγόνη κ’ η Ισμήνη, να θρηνήσουν τα δυό τους αδέρφια· και θαρρώ με το δίκιο στ’ αλήθεια από μες στα βαθύκολπα ωραία τους στήθια της καρδιάς των θα χύσουν τον πόνο. Αλλ’ εμείς είναι δίκιο και πριν απ’ αυτές τον παράφωνον ύμνον να τονίσωμε των Ερινύων κι από πάνω να ψάλλωμε μισητό τον παιάνα του Άδου.
Δεν επρόφτασαν να καλοχαιρετηθούν, να ειπούν για το φορτίο και τον ναύλο τους και ζηλότυπος τους εχώρισεν ο χιονιάς. Εκατόρθωσε τέλος να ορθοπλωρίση το δικό μας και ολόκληρο ημερονύχτι εθαλασσοδαρθήκαμε στ' ανοιχτά.
Και με το νάβαζαν τις καλλίτερες στ' αψηλά, το σφάνταγμά τους από μακριά είταν πάντα λαμπρό. Τη χρωματική ποικιλία την έβλεπες μονάχα απάνω στην καθαυτό ζουγραφιά. Το έδαφος της ζουγραφιάς, είταν πάντα χρυσωμένο ή βαθύ γαλάζιο. Έλειπε ως τόσο από τα ψηφιδωτά εκείνα, καθώς κι από τις κοινές εκκλησιαστικές ζουγραφιές, το λεύτερο το κίνημα, η πεταχτάδα, η αλλαγή.
Στ' όνομα της Ιζόλδης, ο Τριστάνος αναστέναξε, και σκέφτηκε πώς ούτε με πονηρία, ούτε με αντρεία δε θα μπορούσε να ξαναϊδή τη φίλη του. Γιατί ο Βασιληάς Μάρκος θα τον εσκότωνε.
Εκείνους δίπλα στ' Ασωπού τους άφισε το ρέμα, και πήγε αφτός ειρηνικά μαντάτα στους Θηβαίους· όμως γυρνώντας, συφορές τους σκάρωσε και πίκρες μαζί σου, τι δε σάλεβες, θεά μου, απ' το πλεβρό του. 290 Τώρα έτσι βόηθα πρόθυμα, θεά, και φύλαγέ με, κι' εγώ σου σφάζω ενός χρόνου δαμάλι κουτελάτο, αμέρωτο που σε ζυγό δεν τόβαλαν ακόμα· σ' το σφάζω αφτό χρυσώνοντας τα κέρατά του γύρω.»
Είπε, κι' ακούει ο Νέστορας, ο γερο-αλογολάτης, και μπαίνει εφτύς στ' αμάξι του — κι' ανέβηκε ο Μαχάος κοντά του, θρέμμα τ' Ασκληπιού, παράξου γιατροπόρου — και τ' άλογα βαράει· κι' αυτά με προθυμία πετούσαν προς τα καράβια του, τι εκεί να φτάσει αποθυμούσε. 520
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν