Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 7 Ιουνίου 2025


«Ω Παν, είτε στ' ατέλειωτου Λυκαίου τα κορφοβούνια, είτε στου Μαίναλου γυρνάς τα πυκνωμένα δάση, παράτησε της ξακουστής Ελίκης τακρωτήρι και του Λυκαονίδη εκεί παράτησε το μνήμα, αυτό που ακόμα κ' οι θεοί θωρώντας το θαυμάζουν, κ' έλα σε τούτο το νησί της Σικελίας, έλα». Πάψετε, Μούσες, πάψετε ταγροτικό τραγούδι.

Φιλοδοξί' απρόβλεπτη, την μέλλουσαν τροφήν σου την κατατρώγεις μόνη σου! — Και βασιλεύς θα γείνη ο Μάκβεθ ίσως; ΜΑΚΔΩΦ Έγεινε, και εις το Σκων επήγε διά την στέψιν. ΡΩΣ Κι' ο νεκρός τι έγεινε του Δώγκαν; ΜΑΚΔΩΦ Στ' αγιασμένα χώματα κ' εκείνον τον επήγαν εκεί που μένουν τα οστά των πρώην βασιλέων. ΡΩΣ Και συ πηγαίνεις εις το Σκων; ΜΑΚΔΩΦ Όχι, εξάδελφέ μου. Διά το Φάιφ ξεκινώ.

Το γεύμα είταν όμορφο κι αυτό, αγροτικό κ' ευτυχισμένο, θάλεγε κανείς πως στη μικρούλα αυτή άκρη της γις έρχουνταν και κρύβουνταν ζηλότυπα του κόσμου η ευτυχία. Δεν είχαν γνωριστή περισσότερο από δυο τρεις ώρες και ο καθείς του ένιωθε μεγάλη ηδονή να βλέπη και να μη χορταίνη μέσα στ' ολίγο φως της λάμπας, τα μάτια του άλλου.

Είπε, κι' εκείνον καταχνιά σκεπάζει μάβρης νύχτας, και στάχτη αρπάζει με τις διο τις χούφτες, και τη ρήχνει στην κεφαλή ασκημίζοντας την όψη την πανώρια· κι' η στάχτη γύρω κάθουνταν στ' αφρόφαντο του ρούχο. 25 Και στρώθηκε μακρύς πλατύς στις σκόνες ξαπλωμένος, και σπούσε χάμου, ρήμαζε, την κόμη με τα χέρια.

Οι πεταλούδες οι πολύχρωμες θα σε θαρρούν μυρωμένο λουλούδι και θα γυρεύουν να πάρουν μέλι απ' τα χειλάκια σου, και καθώς θα πετούν τριγύρω σου, θ' αφίνουν το μικρό τους ίσκιο απάνω στ' άσπρο προσωπάκι σου. Νεράιδα θα σε παίρνη το δάσος ολόκερο και θα βυθίζεται σε σιγαλιά και σε ζήλεια.

Και μέσα σαν την έφτασε στ' ασκέρι κυνηγώντας, τότες τη σημαδέβει ο γιος του ξακουστού Τυδέα, 335 κι' ορμάει και ξέσκουρα χτυπά με το χαλκό το χέρι τ' αφράτο· κι' έφκολα ο χαλκός τής τρύπησε το δέρμαπερνώντας το θεοτικό σκουτί που οι Χάρες μόνες τής τόφτιασανστη ρίζα εκεί πιο απάνου από τη χούφτα.

Να πατήση μοναχά το πόδι μου, στ' άγια χώματα μια φορά! Ανίσως πάλι μας υποπτευθούν και γυρίσουν την πλώρη τους προς τα εδώ, τότε μια και δυο, στο δικό σας το Ξάνεμο, πώς το λέτε, στην Κεφάλα σας· εκεί πετούμε τη βάρκα στην άμμο, και γυρίζουμε στεριά στο χωριό σας. «Πού ήσουνα, Λιαλιώ;» «Πήγα στο σεργιάνι, μπάρμπα- Μοναχάκη, και να με, γύρισα». Εγέλασε μόνη της ειπούσα τούτο.

Κάτι τι αθώρητο της βάραινε σα μολύβι το κεφάλι της, της ξέραινε το λάρυγγα, το στόμα, της έσφιγγε την καρδιά, βόμβος σα μελισσιού φτερούγισμα τριγυρνούσε στ' αυτιά της, κ' ένιωθε πως δεν είχε τη δύναμη να γυρίση, να κουνηθή, να σαλέψη τόσο κι απόμεινε εκεί σαν καρφωμένη, σα ναρκωμένη, φοβισμένη, θαρρώντας πως ένα γύρισμα των ματιών της μονάχα, θα της έφερνε μεγάλο κακό, θα κατακρεμνίζουνταν κάτω απ' το κρεββάτι σ' αμέτρητο γκρεμό, σ' απέραντο χάος.

Εγώ, μωρέ, φοβήθηκα; Εγώ φοβήθηκα τη φουρτούνα; Απάνω στ άλμπουρο δε με είδατε, μωρέ; Δεν ανοίξατε τα στραβά σας να με ιδήτε; Τι σκούζετε το λοιπόν σα λυσσασμένα;

Έφτιασε μέσα εκεί τη Γης, μέσα Γιαλό κι' Ουράνια, Ήλιο εκεί μέσα ακούραστο, γιομόφωτο Φεγγάρι, κι' όλα τα ζούδια τ' ουρανού πούχει στεφάνι γύρω, 485 Βροχάστερα και Κυνηγό λαμπρόφεγγο και Πούλια, κι' Αρκούδα που πολλοί θνητοί κι' Αμάξι τήνε κράζουν, που πάντα αφτού κλωθογυρνάει τον Κυνηγό θωρώντας και μόνη αφτή μες στ' Ωκιανού δε λούζεται το κύμα.

Λέξη Της Ημέρας

βαρδαλάαας

Άλλοι Ψάχνουν