Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 6 Ιουνίου 2025
Είχε την απαλάμη του διανοιγμένη στο πρόσωπό του απάνου, σα να φασκελωνόταν μοναχός του!.. — Ξαφνικό μεγάλο!.. — Η καψο-Λιακού επαραλόησε, ακούς. Επήρε τα βουνά ζουρλή η μάβρη, και τρέχει πίσωθέ της το χωριό, να την πιάσουν μην πέση πουθενά και γκρεμιστή, κι ακόμα να την πιάσουν, συφορά της!..
Μέσφιγγε στην αγκαλιά της και τα κόκαλα της τρίζανε. Με φιλούσε και τα χείλη της ήσαν κρύα· συνάμα η πνοή της μύριζε λιβάνι. Έπειτα την έπιασε τρομερός βήχας κοι πνοές της έπεφταν υγρές στο πρόσωπό μου. Σε λίγο είδα ναναβλύζη αίμα με το βήξιμο από το παθιασμένο στήθος της κέβαψε κόκκινα τα χείλη της. Και σαυτό το ματωμένο στόμα σχηματιζόταν ένα φρικτό χαμόγελο.
Κι' αφού τους έκραξε, έστησε βαθιά βουλή μαζί τους 55 «Ακούστε, αδρέφια. Ο Όνειρος μου φάνηκε ήρθε τάχα μες στην αθάνατη νυχτιά, στον ύπνο που κοιμόμουν, κι' απ' όλους πιο του Νέστορα, του βασιλιά απ' την Πύλο, λες θάμιαζε στο πρόσωπο, στ' ανάστημα, στα χρόνια.
Σε μερικά διατηρούνταν ακόμα οι βαφές που τους είχε βάλη ο τεχνίτης. Άλλα έδειχναν μ' αναγέλασμα τις πληγές που τους έδωκε σε περασμένα χρόνια ο βάρβαρος καταχτητής· άλλα κρατούσαν απαράλλαχτο το χαμόγελο και τη χαρά του καιρού τους. Μάλιστα κάτι γυναίκεια κεφάλια είχαν τόση γαλήνη στο πρόσωπο και το βλέμμα τους, που έλεγες πως ήταν σημερνές νυφάδες.
Έπειτα άρχισε να κλαίη και τα δάκρυά της έπεσαν στο πρόσωπό μου. Κείπε με φωνή περίλυπη: — Μα δε θέλουνε, πουλί μου, να σαγαπώ. — Ποιοι; Αντί να μου δώση απάντηση, με ρώτησε: — Εσύ θα μαγαπάς; — Ναι. — Παντοτεινά; — Παντοτεινά. — Θέλουνε και δε θέλουνε; — Θέλουνε και δε θέλουνε. Δεν ήτο δύσκολο να καταλάβω ότι η μάνα μου ήτο που δεν ήθελε να μαγαπά το Βαγγελιό.
Κι όμως, θυμόταν εκείνο το γέλιο, εκείνο το πρόσωπο σκυμμένο επάνω του, εκείνη τη σκιά κι εκείνο το τρεμάμενο φως τριγύρω, και η καρδιά του χτυπούσε, χτυπούσε και πήγαινε να σπάσει. Η Λία, όπως ήταν τη νύχτα της φυγής, στεκόταν μπροστά του. «Κάτι ακόμη και τελειώσαμε.
ΧΟΡΟΣ Αλλοίμονο! ποια άβυσσος μεγάλη τώρ' ανοίγεται, με συφορές, όπου γι αυτές καθένας θα δακρύση. Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Το πρόσωπό σου βλέποντας η θλίψι με γεμίζει, ώ κόρη μου, και γίνομαι έξ' απ' τον εαυτό μου. Το ένα κακό δεν πέρασε που έλυωσε την ψυχή μου, και τώρα με τα λόγια σου άλλο κακό με δέρνει σαν κύμα, που σε συφοράς εμπήκες νέους δρόμους απ' τα σημερινά κακά.
Αλλά θα φυτρώση άραγες απάνω τους τάγιο το δέντρο; Γύρισε το πρόσωπό σου κατά τους τέσσερεις μιναρέδες που στέκουνται τριγύρω σε κείνον το θεόρατο τον τρούλλο, να σου πω ένα παραμυθάκι. Είτανε μια φορά ένας φρόνιμος βασιλιάς.
Και το πρόσωπό της ήτο ωχρό, σχεδόν σαν κέρινο, κείχε σοβαρή γαλήνη αγίας. Ποτέ δεν την είχα δη έτσι. — Δεν κάνει.... εξακολούθησε, δεν ταιριάζει να μαγαπάς... σα μεγάλος, γιατί 'σαι πολύ μικιός για μένα! Εγώ 'μαι μεγάλη... Κοντεύγω να... γεράσω. Κιωςτε να γενής εσύ άντρας σωστός, εγώ θάμαι... Το στήθος της ανασειόταν από λυγμούς, που δεν τους άφηνε να ξεσπάσουν.
Γιατί αν το παραδεχόταν πως ήτον άρρωστη, ήτονε χαμένη : δε θα μπορούσε πια να ταρνηθή ταντρός της με τόσο θάρρος και με χείλια που για να χαμογελάσουν της σούρωναν όλο της το πρόσωπο.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν