Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 6 Μαΐου 2025


ΚΛΕΟΝΤ Να της δείχνω όλη την αγάπη και όλη την τρυφερότητα που μπορεί κανείς να φαντασθή· να μην αγαπώ κανέναν άλλον στον κόσμο και να μην έχω καμμιάν άλλη σκέψι στο νου μου παρά μόνον εκείνη· να είνε η μόνη μου φροντίδα, η μόνη μου λαχτάρα, η μόνη μου χαρά να μη μιλώ παρά μόνο για κείνη, να μη συλλογίζωμαι παρά μόνο εκείνη· να ονειρεύωμαι μόνο εκείνη, ν' αναπνέω και να ζω μόνο για 'κείνη, και ποια είνε η ανταμοιβή όλης αυτής της αγάπης μου; Είχα δυο ημέρες να την 'δω, που για μένα είνε δυο ολόκληροι αιώνες· την απαντώ τυχαίως στο δρόμο· η καρδιά μου κτυπά παράφορα, η χαρά μου ζωγραφίζεται στο πρόσωπό μου, τρέχω κατενθουσιασμένος, και η άπιστη εκείνη στρέφει τα μάτια της απ' κεί και περνάει βιαστικά σαν να μη με είχε 'δεί ποτέ στη ζωή της.

Όταν θέλουν να ναυτολογήσουν τάζουν λαγούς με πετραχήλια· γλυκομιλούν, περιποιούνται, δίνουν παράδες, κεράσματα· Όσο να τους ξεγελάσουν. Μια και τους έβαλαν στο καΐκι αλλάζουν αμέσως πρόσωπο και κουβέντα. Είνε αφέντες κι' είσαι δούλος τους. Ο Πέτρος Πίπιζας όμως, ο μηχανικός του πατέρα σου είχε και δίκηο περισσότερο. Δυο του βουτηχτάδες είχαν πάθει στο βούτημα.

Μπροστά στα μάτια της είδε άξαφνα η κοπέλλα το νέο τον κυνηγό, που πάντα τον εκαρτερούσε και πάντα τον απόδιωχνε. Μια ντροπή χύθηκε κ' έβαψε με κοκκινάδι το πρόσωπό της. Γιατί οι κοπέλλες έχουνε κρυφό και μυστικό τον ύπνο τους και τον φυλάνε απ' τα μάτια των παλικαριών. Ο κυνηγός την καλημέρισε με πνιγμένη φωνή. — Τι θέλεις από μένα, κυνηγέ, με το τουφέκι; του είπε δειλά.

Της αισχρής γυναικός το πρόσωπο δεν είναι τόσο άσχημο προς την βαφήν 'πού τ' ομορφαίνει, όσο η πράξις μου εμπρός εις τον πλαστόν μου λόγον. Ω βάρος φοβερό! ΠΟΛΩΝΙΟΣ Θαρρώ πως τον ακούω ερχόμενον· ν' αποσυρθούμε, Κύριέ μου.

Εκείνη βίασε τον εαυτό της∙ δάγκωσε τα χείλη, ξανάνοιξε τα μάτια και το αίμα ξαναγύρισε για να της βάψει το πρόσωπο, αλλά απαλά, μια ιδέα γύρω από τα βλέφαρα και στα χείλη. Κοίταξε τον Έφις κι εκείνος ξαναντίκρισε τα μάτια της όπως τις τρομερές μέρες, γεμάτα μνησικακία και υπεροψία. Η σκιά ξανάπεσε επάνω του. «Μην παρεξηγείτε που σας μιλάω πρώτος εγώ γι’ αυτό, ντόνα Νοέμι!

« Ρώτα με και, μανούλα μου, » Γι' όλους τους συγγενείς σου, » Τ' αδέλφια σου, τη μάνα σου, » Το δόλιο τον πατέρα, » Το δόλιο τον πατέρα μου, « Μάνα, που νύχτα 'μέρα » Δε θε να βρη παρηγοριά. . . . » Ρώτα με το παιδί σου. — » Την είπα κ' εσιώπησα Χωρίς λαλιά για 'λίγη, Για λίγη ώρα. Κύτταξατο πρόσωπο εκείνη, Και βλέπω μεςτα δάκρυα Να πλημμυρή.

Η γριά σήκωσε το χέρι της και τον τράβηξε με δύναμη επάνω της. Μια οσμή σήψης και τάφου αναδυόταν από το μικρό κρεβάτι, εκείνος όμως δεν τραβήχτηκε παρόλο που ένιωθε το κολιέ της θειας-Ποτόι να του αγγίζει το πρόσωπο, ζεστό σαν να ήταν επάνω στη φωτιά, και την αναπνοή της να περνάει πάνω στα μαλλιά του σαν αράχνη. «Άκουσέ με Έφις, είμαστε μπροστά στο Θεό. Εγώ είμαι έτοιμη να φύγω.

Κι' αυτή μου είπε κοκκινισμένη στο πρόσωπο: — Μ' είχε συνεπάρει . . . κάποια συλλογή ... η πρωινή νύστα, . . . το ξημέρωμα . . . ξέρω κ' εγώ . . . το τραγούδι σου . . . Δεν είπεν άλλο. Χαμήλωσε και τα μάτια. Ούτ' εγώ μπόρεσα να την τηράω περισσότερο κατά πρόσωπο γιατ' ο λόγος της τούτος άναψε θέρμη μες τα μελίγγια μου.

Σ' αυτόν θα παραπονεθώ και αυτός θα με παρηγορήση, έως ότου έλθης, και θα πετάξω να σε προϋπαντήσω, να σε δράξω και θα μένω κοντά σου, μπρος στο πρόσωπο του απείρου, σ' ένα αιώνιον εναγκαλιασμό. «Δεν ονειρεύομαι, δεν παραληρώ. Κοντά στο τάφο βλέπω πιο καθαρά! Θα είμαστε μαζί! θα ξαναϊδωθούμε! Θα ιδώ τη μητέρα σου! Ναι! Θα την ιδώ, θα την εύρω!

Αχτίδα χαράς φώτισε το πρόσωπό του, πούχε κάνει η μελαγχολία σκοτεινό, αλλ' η αχτίδα εκείνη ισκιώθηκε κι' έσβυσε στη στιγμή, και το πρόσωπο του ξένου ντύθηκε την πρώτη σκυθρωπάδα.

Λέξη Της Ημέρας

παρακόρη

Άλλοι Ψάχνουν